11 Απριλίου 2024

Τό τῆς θαλάσσης μυστήριον

 

Τό τῆς θαλάσσης μυστήριον

                         Στρατῆς Γιαννῖκος

 

Μυστήριο ἡ θάλασσα

Ἀπύθμενη ἡ ἄβυσσος.

Στά ἐσώψυχα τοῦ πόντου

Ἀναζητῶ

Τό μέγα τῆς θαλάσσης μυστικό

 

Μύρωσέ με θάλασσα

Μ’ ἀντίδοτο ἀγέρα.

Μέθυσέ με

Νά λαμπυρίζω ἀγέρωχος

Ἀνάμεσω κυμάτων κι οὐρανοῦ

 

Ἀγκάλιασέ με θάλασσα.

Τά κύτταρα νά πάλλονται

Νά ἐκρήγνυται ἡ σκέψη μου

Νά  ἐκρήγνυται τό εἶναι μου

Καί νά βυθίζομαι

Στό ἀπέραντο τῆς πλάσης

Στό μέγα τῆς θαλάσσης

                      Μυστικό

22 Αυγούστου 2023

Το σπίτι των γιασεμιών

 Στρατής Γιαννίκος 
          Στον νονό μου Στρατή Μύταρο
 

Είναι που λυσσομανά ο άνεμος και ξυπνά τις θύμισες. Περιπλανώμενος, των ουρανών ταξιδευτής, γνωρίζει από τόπους, ανθρώπους, συνήθειες. Σαν με τον άνεμο τακιμιάσεις, θα μάθεις των ουρανών τα σημάδια να ερμηνεύεις και των ανθρώπων τα χούγια να υπομένεις. Είναι ο άνεμος που θα σού μάθει τα μυστικά της ζωής, τι ξέρει το πώς και το πότε θα βγει ο ήλιος από την Ανατολή, πότε μεσούρανα θα υψωθεί και πότε το γέρμα του ουρανού θα πάρει. Ο άνεμος συγχρωτίζεται με τον ήλιο, ξέρει τα τερτίπια του κι όταν φυσά μάς δίνει σινιάλα το πώς θα πρέπει να τιμονεύουμε τη ζήση μας, για να ομονοεί με τα λοιπά της φύσης στοιχειά κι η ζωή να κυλά με αρμονία.

Αυτή  εδώ την απλή σοφία την γνωρίζουν και τα πιο ασήμαντα φυτά.  Της φύσης τα γεννήματα ήλιο ζητάνε. Στον ήλιο κατάματα ορθώνουν τη ματιά τους κι άπληστα ρουφούν τα νερά του ουράνιου θόλου. Οι άνθρωποι, οι εννοείται πάνσοφοι της φύσης κυρίαρχοι, τούτα δω τα απλά δεν τα νογούν. Βλέπεις νομίζουν το μπόι τους πιο τρανό κι από του ήλιου κι από του ανέμου το δέμας. Και πολεμούν  τις θάλασσες, μολύνουν τα νερά, αψηφούν τον άνεμο, το καύμα του ήλιου δεν το λογαριάζουν.

Ο άνεμος ταξιδευτής χιλιάδες τους στέλνει μηνύματα, άλλοτε φυσομανά, άλλοτε ησυχάζει, άλλοτε τρελός χοροπηδά ανάμεσα στα σπίτια και τα χωράφια τους, μα εκείνοι τίποτα δεν χαμπαριάζουν. Μόνο, τού μένει του ανέμου, να  βρει κάποια ευήκοα ανθρώπινα πλάσματα, που αφουγκράζονται τις πνοές του, τις πνοές του ψυχοπονιάρη αγέρα.


Είναι  οι περιπλανώμενοι της ζωής. Είναι οι άνθρωποι, οι κοσμογυρισμένοι,  που πιστεύουν ότι η ζωή είναι ένα μεγάλο ταξίδι. Και ταξιδεύουν, όλο ταξιδεύουν. Σε κάθε γωνιά της γης τριγυρνούν. Σαν μέλισσες ρουφούν τα χρώματα, τα αρώματα, τα μυστικά της γης μας και συγχρωτίζονται με τις πνοές του ανέμου. Δεν αφήνουν νησί για νησί να μην επισκεφτούν, ήπειρο για ήπειρο να μην γνωρίζουν. Κι αφού  τη γνώση του κόσμου ρουφήξουν,  επισκέπτονται  του Άθω τα λημέρια. Σε μια γωνιά, στην άκρη τούτη της θείας γης, φυτεύουν ένα αμπέλι κι ολημερίς το ποτίζουν και το κορφολογούν. Κι ως έρθει ο καιρός του τρύγου και πάρουν τον καρπό, επιστρέφουν, και βρίσκουν αποκούμπι στων γιασεμιών το σπιτικό. Τούτο δω είναι και φίλος και σύντροφος και της ζωής τους οδηγός.

Γιατί το γιασεμί τους, ξέρει να τραγουδά τη ζωή, τι η ζωή με όλα τα αντίστροφά της είναι γλυκιά. Γιατί το γιασεμί τους  γνωρίζει, με του ανέμου τις στροφές να ταξιδεύει. Μοσχοβολά ζωή, μαζεύει όλων των χρωμάτων τις παραλλαγές. Σαλτάρει σε αυλές και τοίχους και σαν ο άνεμος φυσά,  σκορπά τα άνθη του ολόασπρα  κι ευωδιαστά. Μα σαν νυχτώνει είναι που περίτρανα στον κόσμο βασιλεύει. Τι είναι του ήλιου, δώρο θείο. Σαν εκείνος τα βράδια μάς αποχαιρετά, τούτο αν το καλοσκεφτείς, είναι του ήλιου το αποτύπωμα στης νύχτας τα σκοτάδια.

Είναι τα σπίτια κι οι αυλές των γιασεμιών που μάς θυμίζουν πως στη ζωή τίποτε δεν πάει χαμένο. Ο ήλιος δεν χάνεται, πάει να κρυφτεί, να δώσει καιρό στον άνεμο να κοπάσει, στον άνθρωπο να σκεφτεί, στην φύση να ησυχάσει. Το γιασεμί σου κυρ Στρατή είναι αδεξιμιός του ήλιου , του ουρανού παιδί και του Θεού βλαστάρι. Το γιασεμί σου κυρ Στρατή  είναι η ίδια η Ζωή.

20 Μαρτίου 2023

Στράτος Δουκάκης - "Από το περιθώριο των λογισμών"

 

 



Ε, ρε σαν πιάσ
ει η άνοιξη κι αρχίσουν τα ταξίδια. Άνοιξη είναι κι απλώνουν τα φτερά τους τα πετούμενα και τα σκαριά ξανοίγονται στα πέλαγα. Ένα καινούριο σκαρί μεστωμένο με την αρμύρα «Από το περιθώριο των λογισμών» έριξε στα νερά της λογοτεχνίας μας ο φίλος Στράτος Δουκάκης. Περιπλανώμενος ονείρων μάς ταξιδεύει από τις θάλασσες της Αιολίδας στην απεραντοσύνη της ωκεάνιας θάλασσας της Βενεζουέλας, της δεύτερης πατρίδας του.  Ο Στράτος αφουγκράζεται τη θάλασσα, κλέβει το φως της πανσελήνου, μάς κάνει κοινωνούς των ονείρων του.   Ας ταξιδέψουμε μαζί του, ας γνωρίσουμε τους φίλους, τους συντρόφους της ζωής, ανθρώπους που αγαπήσαμε και μάς αγάπησαν.

19 Δεκεμβρίου 2022

Η προσταγή του Αθανάσιου Διάκου

Σπιθίζανε τα μάτια του. Του ήλιου η φωτιά θέριευε τα στήθη του. Το μέσα του πυρπολούσε τις ρουμελιώτικες ψυχές. Ήλιε μου κρύψου στα βουνά, ο Διάκος  ανοιξιάτικα στους ουρανούς  διαβαίνει! Ελληνοσύνη γείρε, υποκλίσου στου Διάκου την αντρειά.

Κι από ψηλά , στους θρόνους του ουρανού, στη αγιοσύνης  τους ουράνιους λειμώνες ξάφνου ακούστηκε η προσταγή: «Γραικοί, ώ Γραικοί»  εφώναξε ο Διάκος. «Πιάσετε τ’ άρματα να σηκωθεί ολόρθο το έθνος των Ελλήνων. Στο διάβα της ζωής δεν πρέπει  τα κεφάλια στης γης να σκύβουν. Είναι μυστήριο ο Έλληνας. Λειτουργήστε τις ψυχές σας με των προγόνων τα νάματα τα ιερά. Με φως λουστείτε. Στης Αλαμάνας τα νερά ορμήστε. Διαβείτε τα στενά κι ομπρός όπου η πατρίδα σας καλεί. Διακονήστε την λευτεριά, διακονήστε ελληνοσύνη !»

                                                               Στρατῆς Γιαννῖκος

 

27 Σεπτεμβρίου 2022

Ξανά ηχούν τα σήμαντρα

 


Στρατῆς Γιαννῖκος

Είναι μερικοί ήχοι που σαν κροτούν, θύμισες εγείρουν από του νου τα ενδότερα. Θύμισες αλλοτινές που ξεσηκώνουν τις ψυχές. Άλλοτε γαλήνια τις ταξιδεύουν σε μέρη αγαπημένα, σε γλυκές αναμνήσεις, μα κάποιες φορές συνεγείρουν τα σώψυχα, συθέμελα τα τραντάζουν. Κι ευθύς ολόρτος ορθώνεσαι και θες να πολεμήσεις, με τ’ άδικο και την ασχήμια του κόσμου. Είπαμε ανερμάτιστος είναι ο άνθρωπος, ώρες που ησυχάζει κι ώρες που μπουρλοτιάζει. Σαν τα ζα θέλει κι αυτός το χαλινάρι του.

Στο χωριό χτυπούσε καθημερινά η καμπάνα του Ταξιάρχη, πότε για τον εσπερινό, πότε για την τελευταία του μακαρίτη εκφορά, πότε για την κυριακάτικη λειτουργία, για τις μέρες των πανηγυριών. Τούτους δω τους ήχους τους είχαμε τόσο συνηθίσει, είχαν γίνει ένα με το πετσί μας, ένα με τις παραξενιές και τα ελαττώματά μας. Μα κάτι έλειπε. Αυτό το κάτι που θα έβαζε τάξη στην άτσαλη, την άτακτη ζωή μας.

Έτσι χωρίς μπούσουλα ζούσαμε. Όσα πάνε κι όσα έρθουν. Το χρέος μας νομίζαμε ότι το κάναμε με το να προσκυνάμε τυπικά και να σταυροκοπιόμαστε. Το καμπαναριό χρόνια παράδερνε στη φθορά του χρόνου και στην αδιαφορία των χωριανών.




Τα τελευταία όμως χρόνια κάτι άλλαξε. Πέτρα την πέτρα το καμπαναριό ξαναφτιαχνόταν. Καλοκαίριασε! Ιούνης του 2022. Οι σκαλωσιές μέρα την μέρα ξεκρεμιόνταν, το καμπαναριό άρχισε σιγά να ορθώνεται περήφανο, χωρίς τα δεκανίκια του. 

Κάτι  όμως μάς έλειπε.  Σαν ορφανοί γυρεύαμε ένα  σινιάλο να μάς βάλει σε μια σειρά, ν’ αλλάξουμε ρότα στη ζωή μας. Τον ορφανό τον νιώθει πιότερο όποιος ορφάνεψε. Έτσι και στο χωριό μας κάποιος που ορφάνεψε από πατρίδα και οι σειρήνες τον κράτησαν στην ξενιτιά  είπε να φτιάξει τις ώρες μας, τάξη να βάλει στην άναρχη ζωή μας. Έμενε μόνο να ηχήσει ξανά  το ρολόι να βρουν τον ρυθμό τους οι χωριανοί. Να στοιχηθούν στους ήχους των ωρών.  Κι ο ευεργέτης να έχει να ακούει νοερά  από μακριά τα σήμαντρα του χωριού του,  βάλσαμο στο πλάνο τραγούδι των σειρήνων.

Κι ήρθε μια μέρα τέλη του Ιούνη που ακούστηκαν δειλά δειλά οι ήχοι των σήμαντρων: Ήταν η πρώτη μέρα της άφιξής μου στο χωριό. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Η έλλειψη τόσων χρόνων ήταν που με έκανε να δυσπιστώ. Δεν μπορεί σκεφτόμουν, ο πόθος μου είναι που κάνει τις καμπάνες να σημαίνουν την κάθε ώρα. Μα ξάφνου ακούγονταν ο ένας μετά τον άλλον δεκάδες ήχοι: Χαρούμενοι, πασχαλινοί, πανηγυρικοί, πένθιμοι,  αναστάσιμοι, αγιορείτικοι…

Ο Νικόλας, ο νεωκόρος έπαιζε με τα σήμαντρα μεσημεριάτικα. Κανένας δεν τον επιτίμησε, κανένας δεν του έβαλε τις φωνές, Όλοι μας θα θέλαμε να βρισκόμαστε στη θέση του. Είναι μερικές φορές που είναι επιβεβλημένο το να «τραβάει κανείς το σχοινί». Πέρασαν μέρες που η καμπάνα χτυπούσε ρυθμικά στην ώρα της. Ώσπου  ένα απόγευμα του Ιούλη φθάνω στην εκκλησιά  λίγο μετά το πέρας του εσπερινού. Στεκόμουν προς τη μεριά του βορινού κλίτους και κοίταζα την εικόνα του Ταξιάρχη μας. Άξαφνα έρχεται ο παπάς και διακόπτει τους συλλογισμούς, απολογίες, προσευχές μου :

-        Μιλάς με τον φίλο σου ;

Χαμογέλασα και πάνω που πάω να αποκριθώ ακούω να παίζουν οι καμπάνες.

_ Ήρθε ο τεχνικός να  κάνει την τελευταία δοκιμή, συνέχισε ο ιερέας.

Κι ευθύς βγήκε να συνεννοηθεί με τον τεχνίτη, τον αποχαιρέτισε και σε μερικά λεπτά επανήλθε στον ναό.

Πάνω που πάμε να συνεχίσουμε τη συζήτηση ακούμε τα σήμαντρα όλα, ένα ένα με τη σειρά, και στο τέλος παρατεταμένα να ηχεί η αγιορίτικη καμπάνα.

Ο ιερέας εξεμάνη :

_Νίκο, Νίκο σταμάτα ,  φωνάζει στον νεωκόρο.

Ο Νίκος βγαίνει  από το ιερό περιχαρής, χοροπηδώντας σαν κατσίκι, γυρνώντας τριγύρω μας και φωνάζοντας:

-Γιατί μωρέ παπά; Εμένα μού αρέσει η αγιορείτικη. Δεν είναι ωραία η αγιορείτικη καμπάνα;

Μάταια ο παπάς προσπαθεί να πείσει τον Νικόλα. Υψώνοντας τον τόνο της φωνής του ο ιερέας τον προστάζει να βγει έξω από την εκκλησιά, τι θα τους προγκήξουν οι χωριανοί με τα τερτίπια του νεω.

Μέσα μου γέλαγα γιατί ήξερα ότι κι ο παπάς κι εγώ κι όλοι μαζί οι χωριανοί θα θέλαμε να βαράμε από την χαρά μας ασταμάτητα την καμπάνα.

Δεν  κοίταξα προς το μέρος του Ταξιάρχη. Μια λάμψη πρόβαλλε ξάφνου μέσα από την εκκλησιά. Ο Ταξιάρχης μας πρέπει να χαμογέλασε.

Τούτες τους ήχους, τούτες τις εικόνες τις καλοκαιριάτικες ας κρατήσουμε σαν φυλακτό. Το χαμόγελο του άδολου νεωκόρου, το χαμόγελο του Ταξιάρχη. Φοβάμαι είν’ αλήθεια, μην έρθει  μια μέρα φθινοπωρινή, μια μέρα χειμωνιάτικη, που μας επισκεφθούν οι επίσημοι και μουτζουρώσουν το χαμόγελο του Ταξιάρχη. Τα γνωστά… λόγοι επισήμων περί  αποκαταστάσεως του κωδωνοστασίου, κόψιμο κορδέλας, μεγαφωνικές εγκαταστάσεις, ψεύτικα χαμόγελα, χειραψίες, χαιρετούρες  

Σε μια τέτοια περίπτωση, στο μόνο που ελπίζω είναι η απουσία του κόσμου.  Έναν μόνο χωριανό θέλω να συμμετέχει στο βάθος της παράτας. Έναν άλλο Νικόλαο, του Ν’κουλέλι, το ξαδέρφι του νεωκόρου. Να χαμογελά, να χαμογελά, με όλη τη δύναμη της άδολης ψυχής του.

Κι ένα χωριό, μακριά από της φιέστας τα δρώμενα,  να υμνεί τους συγχωριανούς Νικόλαους. Να θεωρεί το χαμόγελό τους νίκη του λαού. Να πιστεύει πως οι ήχοι της καμπάνας είναι της ψυχής των το αγνό θρόισμα. Και να διαλαλεί κάθε που ακούει να ηχούν τα σήμαντρα  τις ώρες :

-Βαράτε σήμαντρα. Νίκη λαού, Νίκη λαού. Το χαμόγελο του χωριού μας, το χαμόγελο του Ταξιάρχη μας πάλι φωτίζει την εκκλησιά μας.

 

  

1 Σεπτεμβρίου 2022

                 Μύρισε καλοκαίρι

Πλεούμενα σέ θάλασσες

Γαλάζιες

Μεσάνυχτα διαβαίνουν

Στά πέλαγα.

Θάλασσες καί θάλασσες

Ὀργώνουν

 

Τό ἄρωμα τοῦ θέρους

Σκορποῦν

Στά πέρατα

Κυλάει  ὁ χρόνος

Ἡ ἀρμάδα  τῶν φρούτων

Κῦμα τό κῦμα

Σχίζει τά πέλαγα

 

Ἡ ἀρμάδα  τῶν φρούτων

Ναυμαχεῖ

Τίς φροῦδες ἐλπίδες 

Μιά φλούδα καρπουζιοῦ ἀρμενίζει

Μεσανυχτιάτικα.

Ὁρμάει, ὁρμάει στίς θάλασσες

Νά γίνει ἀπό τούς χυμούς της

Εὔοσμη ἡ πλάση

 

Μιά λάμπουσα φλούδα

Θαλασσομαχεῖ.

Οἱ ἀντένες της

Ξιφουλκοῦν

Τόν οὐρανό.

 

Εἶναι καλοκαίρι

Οἱ θάλασσες κοκκινίζουν

Μεσάνυχτα  καλοκαιριοῦ

Μιά φλούδα

Θαλασσοπορεῖ

Μέ σύμμαχο τ’ άστέρια.

                                 Στρατῆς Γιαννῖκος

13 Αυγούστου 2022

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΚΥΝΙΚΩΝ ΚΑΥΜΑΤΩΝ

 Στρατῆς Γιαννῖκος 

           Οι αρχαίοι μας είχαν μεγάλη φαντασία. Τις ζεστές μέρες που άναβαν ακόμη κι οι πέτρες, έψαχναν εναγωνίως να βρουν μια σκιά να ξαποστάσουν. Τα βράδια κάπως κι ανάσαιναν και βγαίναν στης Θερμής τα τρίστρατα. Λογιάζαν τον ουρανό ψηλά και αλλοπαρμένοι, καθώς ήταν,  δίναν ονομασίες στ’ αστέρια. Να τούτα δω μοιάζουν με αρκούδα, να τούτα δω με αρκουδάκι, να εκείνα με σκυλί κι ό,τι η φαντασία τους γεννούσε:

Λέγαν πως πρέπει  να είσαι τρελός να ξεμυτίσεις απ’ το γιατάκι σου, όταν στους δρόμους μόνο τα σκυλιά κυκλοφορούσαν.  Τι πιο φυσικό λοιπόν, να ονομάσουν τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού… κυνικά καύματα.

Οι σημερινοί Στρατηλάτρες  είναι χρόνια που αψηφούν τα λιοπύρια του καλοκαιριού και τα θαλασσινά μπουρίνια. Καλοκαίρι είναι, ανάβει η γης σαν πυρώνεται από του ήλιου τα δόντια. Κατακαλόκαιρο, την ώρα που πάει να γείρει ο ήλιος κι αυτοί ξεκινούν από της Γέρας τα χωριά ν’ ανέβουν ψηλά. Ολονυχτίς βαδίζουν παίρνοντας το δρόμο του βορρά.  Από ψηλά τους συντροφεύει η σελάνα και τα ζωντανά της η  Μεγάλη Άρκτος, η Μικρή Άρκτος και φυσικά ο Αστερισμός του Κυνός. Χωρίς σκυλιά δεν γίνεται τούτη δω η πορεία.


Προορισμός τους, εκεί ψηλά, στου Μανταμάδου τα μέρη, στο λημέρι του Αρχάγγελου. Ο Ταξιάρχης ολονυχτίς  είναι πάντα παραστάτης τους. Κάποιες χρονιές τους στέλνει κάποιο πιστό σκυλί μπροστά, να προπορεύται, ν’ ανοίγει δρόμο, να διώχνει τα άπιστα, τα φοβερά σκυλιά. Είναι και χρονιές που  δυσκολεύει  ακόμη πιο πολύ η στράτα τους, αγριεύουν τα πράγματα. Τότες είναι που γίνεται το μέγα θαύμα. Ο Άι Γιώργης εγκαταλείπει τα όρη τα απάτητα, ξεκαβαλικεύει από τις πολύωρες αναβάσεις στα κακοτράχαλα βουνά κι έρχεται σύντροφος- βοηθός στην πορεία τους. Ορθάνοιχτες ξεδιπλώνει τις φτερούγες του και διώχνει τα στοιχειά. Τούτα δω που σας μαρτυρώ δεν είναι παραμύθια, μα πράγματα και θάματα που μόνο αν διαβείς, κατακαλόκαιρο, βραδιάτικα, την πυρωμένη άσφαλτο θα νιώσεις.

Ναι, ούτε κι  Άι Γιώργης  πίστευε σε τούτη δω την αλλοπρόσαλλη αποστολή. Γιατί κι οι άγιοι ακόμη έχουν τις αμφιβολίες τους κι οι άγιοι μερικές φορές αλλαξοπιστούν. Ναι κι ο Άι Γιώργης έβγαλε φτερά και πίστευσε κι άνοιξε διάπλατα τις φτερούγες του κι οδηγούσε νυχτιάτικα μια αλλοπρόσαλλη ομάδα από τρελούς προσκυνητές.  Ναι,  κατακαλόκαιρο   είναι που γίνονται τα πιο τρελά και πιο ωραία θαύματα.

……………………………………………….

Οι Στρατηλάτρες , όσο οι δυνάμεις τους αντέχουν , κάθε καλοκαίρι νυχτιάτικα θα οδοιπορούν 52 ολόκληρα χιλιόμετρα, στο δρόμο των μεγάλων θαυμάτων από τη Γέρα στον Μέγα του Νησιού μας Ταξιάρχη, στον Μανταμάδο.

 

4 Αυγούστου 2022

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΔΟΓΗΣ ΑΡΡΑΒΩΝΙΖΕΤΑΙ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ


Στρατῆς Γιαννῖκος

Θροΐζουν τα φύλλα της αυλής. Είναι που ο άνεμος αέναα γεννοβολά. Καινούριες υπάρξεις ξεπετάγονται ανάμεσα στις φυλλωσιές. Κάποιοι ελπίδα τις ονοματίζουν, άλλοι προσμονή. Είναι τα όνειρα μας που πετούν, ο αγώνας των νέων παιδιών να κατανοήσουν τον κόσμο, το μυστήριο της φύσης, το μέγα της ζωής μυστήριο.


Ο άνεμος αναταράσσει τα νερά της στέρνας. Σηκώνονται πελώρια τα κύματα στην κολυμβήθρα της ζωής. Ο άνεμος είναι η ανάσα του θεού, Αν συνταχθείς μαζί του, γίνεσαι ο γητευτής των κυμάτων. Σκέψου λοιπόν πριν ριχτείς στον αγώνα της ζωής, Ενδύσου με λευκά ιμάτια, στρέψου προς την  Ανατολή. Εκεί το φως, εκεί η πηγή, εκεί τα μυστικά της αιώνιας νιότης,

Πέρνα αγέρωχος καταμεσής της θάλασσας. Το νερό είναι   σύμμαχος σου.  Ένας άγγελος λευκοφόρος θα βρίσκεται πάντα δίπλα σου. Αμέτρητα κεριά θα φωτίζουν τον δρόμο σου. Φωτίσου, φωτίσου. Βαφτίσου με νερό μυστικό, με φωτιά κι αγέρα. Πάλεψε με τους πόθους σου, πρόβαλλε τα όνειρά σου στον ουρανό. Ατένιζε τη ζωή με ελπίδα.

Να ξέρεις πως εσύ είσαι η φωτιά. Αρραβωνιάσου την θάλασσα κι ο αέρας θα σε παραστέκει. Χιλιάδες πλεούμενα θα ακολουθούν τη ρότα σου.

Βγες στο ακρόπλωρο της γαλέρας, ρίξε το χρυσό σου δαχτυλίδι  κι αναφώνησε:

«Σε νυμφεύομαι θάλασσα,

ενώπιον

του αληθινού και αιωνίου

Θεού».

Θροΐζουν τα φύλλα της αυλής. Ένας μικρός δόγης βαφτίζεται στα νερά της στέρνας. Ο άνεμος συμμαχεί με τα θερινά λιοπύρια. Το μυστήριο της ζωής κρυμμένο στις φυλλωσιές του κήπου μας.


20 Απριλίου 2022

Στην Αγορά του Παπάδου



Στρατῆς Γιαννῖκος

Η ζωντάνια ενός τόπου είναι η ζωντάνια της αγοράς του. Ένα χωριό ακμάζει όταν κινείται η αγορά του. Πάνε χρόνια που έφυγα από τον τόπο που με γέννησε, οι αναμνήσεις όμως μένουν. Μπορεί να ξεθωριάζουν οι θύμισες της αλάνας και της κεντρικής λεωφόρου, τα κυριακάτικα σουλάτσα και τα νυφοπάζαρα, όμως   οι εικόνες της αγοράς  είναι πάντα χαραγμένες ανεξίτηλα σε μιαν άκρη του νου. Μεγάλωσα  με τα φώτα, το βουητό της  και τα ντιν νταν του καμπαναριού. Βλέπεις  δεν υπάρχει αγορά χωρίς την εκκλησιά και τους καφενέδες. Οι ιερείς μέσα στην εκκλησιά να διαλαλούν τον θείο λόγο κι οι θνητοί στους καφενέδες να ερίζουν για τα γήινα. Χτυπούν οι καμπάνες μήπως ξυπνήσουν τις συνειδήσεις μας, ξυπνούν και τα επίγεια πάθη στα καφενεία.

Είχα την τύχη να ζήσω από κοντά την αγορά. Ο θείος μου, ο Μήτσος Αναγνώστου διατηρούσε το περίπτερο της πλατείας.  Ο θείος   απέκτησε το παρανώμι Μήτσος Καψούλας .  Κάθε Πάσχα τροφοδοτούσε τη νεολαία του χωριού  με βεγγαλικά και πασχαλιάτικα πυρομαχικά, να ανάψει περισσότερο η πλατεία, να γίνει ο μέγας χαμός από τις κροτίδες. Σειόταν συθέμελα το καμπαναριό από τα γεμάτα μπαρούτι σιδερένια κλειδιά που μπουμπουνίζαν φλεγόμενα κι ο κόσμος  να ψάχνει τοίχο να ακουμπήσει, να ασφαλιστεί  μην τον πετύχουν τα καψούλια.  Αξέχαστες οι πασχαλινές αναστάσεις , κι εγώ εκστασιασμένος να κοιτάζω, κολλημένος στα τζάμια του περιπτέρου,  την πλατεία μας να φλέγεται.

Θα μπορούσα να μιλώ επί ώρες και να γράφω σελίδες επί σελίδων για την εκκλησιά του Ταξιάρχη Παπάδου, για τα μαγαζιά και τα καφενεία της. Δεν είχα τη δύναμη να ζωγραφίσω την εκκλησιά, το καμπαναριό, τον Ταξιάρχη μας. Ίσως να μην ένιωσα άξιος, ίσως αδύναμος μπρος στη θωριά του Παμμέγιστου. Ορμήνια παλιά του παραστάτη μου «ψάχνε μέσα από τα μικρά να βρεις τα μεγάλα». Έτσι έμαθα να περπατώ μέσα στη ζωή. Το θείο υπάρχει ακόμη και στο πιο μικρό, στο πιο τιποτένιο, στο πιο ανθρώπινο, ακόμη και μιας και μιλάμε για αγορά, ναι ακόμη και στο πιο αγοραίο.

Κάπως έτσι οδηγήθηκα σε μια φωτογραφία του ενός παλιού καφενέ της πλατείας, που βρίσκεται απέναντι από την εκκλησιά.  Πάντα με εντυπωσίαζε ο χαραγμένος, πάνω από το μαρμάρινο υπέρθυρο,  ανάγλυφος φοίνικας με το ψαλίδι, δείγμα ότι πιθανόν ο παλιός ιδιοκτήτης ανήκε στο σινάφι των ραφτάδων. Έχει μεγάλη ιστορία τούτος εδώ ο καφενές. Προπολεμικά ανήκε στον Δημητρό Βελισσάρη, πέρασε στον Στρατή Χατζηδημητράκη και αργότερα σε άλλους επαγγελματίες που τον χρησιμοποίησαν. Είδε, άκουσε, έζησε πολλά παρεδώσε,  καβγάδες, σαματάδες, αγοροπωλησίες, πολιτικά τερτίπια, αστείες καταστάσεις, πειράγματα, ουζοποσίες.

Προπολεμικά, πριν μεταφερθεί η Λέσχη Παπάδου στο κτίριο της κεντρικής λεωφόρου, της  Πατρικούς, χρησιμοποιήθηκε ο πάνω όροφος ως γραφεία και ο καφενές ως εντευκτήριο της άρχουσας τάξης του Παπάδου. Μεταπολεμικά,  τη δεκαετία του 1950, στον πάνω όροφος εγκαταστάθηκαν  τα πρώτα γραφεία του ΙΚΑ.   Είναι αξιοσημείωτο ότι κάποια  απογεύματα ο Γιώργος Γιαννίκος,  ο τότε Προϊστάμενος του ΙΚΑ Παπάδου, διέθετε το γραφείο του στη συντακτική ομάδα της  «Παρεούλας»,  της μικρής εφημερίδας του χωριού. «Η Παρεούλα» τυπώνονταν  με  την γραφομηχανή της υπηρεσίας. Σύμφωνα με τον Στρατή Μύταρο η εφημερίδα πρέπει να έβγαλε περίπου 10 φύλλα, την δε συντακτική επιτροπή αποτελούσαν ο Στρατής Μύταρος, ο Γιώργος Γιαννίκος και ο Μπάνος Καζάζης.

 

 


10 Φεβρουαρίου 2022

Ουδείς προφήτης στον τόπο του

Στην κοιλιά της μάνας της, μικρό παιδί, αγέννητο ακόμα, διαφεύγει, τον Σεπτέμβρη του 1922, από τις σφαγές της Μικράς Ασίας. Η μικρή Μοσχονησιώτισσα γεννήθηκε στην Θερμή της Λέσβου, χωρίς να γνωρίσει τον πατέρα της, ο οποίος πιάστηκε αιχμάλωτος από του Τούρκους.

Φεβρουάριος του 1922, εκατό χρόνια από τον ξεριζωμό η Βασιλική Ράλλη χειροτονείται μοναχή, από τον Μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσόστομο, λαμβάνοντας το όνομα Ειρήνη. Μια ζωή αφοσιωμένη στον θεό, επιστεγάζεται με την κουρά της ως μοναχής. Είναι η πρώτη γυναίκα που δέχτηκε σε ενύπνιο τις υποδείξεις του αγίου Ραφαήλ σχετικά με την αποκάλυψη των λειψάνων μέσα στο κτήμα της, το οποίο έλαβε η οικογένειά της ως προσφυγικό κλήρο.
Αχ, αυτή η πατρίδα πόσους καημούς και πίκρες κουβαλά, πόσους ξεριζωμούς υπομένει. Αλλά και πόσα σημάδια που δεν λογαριάζουμε. Μάθαμε να μετράμε τη ζήση μας με το χρήμα. Να φτιάχνουμε μέγαρα, μεγάλα παλάτια, θεόρατα μοναστήρια. Μετράμε και ζυγίζουμε τον άνθρωπο με τον παρά. Νομίζουμε πως κι οι ψυχές ζυγίζονται με τα καντάρια που μετράνε τις μονέδες και σωρεύουμε πλούτη και πλούτη. Δυστυχώς και στην εκκλησία μας υπάρχουν πολλοί παραδόπιστοι που ξεγελάνε τον λαό κι εκμεταλλεύονται την πίστη του.
Μα όλοι οι παραπάνω μια μέρα χάνονται, ξεπληρώνοντας το τίμημα της επίγειας ματαιοδοξίας τους. Γιατί η αλήθεια κάποια στιγμή ξεπροβάλλει. Κι αν ηγεμονεύουν κόσμο και κοσμάκη κι αναίσχυντα παραποιούν την αλήθεια και κρύβουν γεγονότα, κι αν ξεγελούν τους πιστούς, όσο είναι ζωντανές στη γη οι υπάρξεις τους, κι άπειρα ωσαννά αν δέχονται, τούτα δω είναι ένα τίποτα μπρος στην αιωνιότητα.
Ο Θεός δίνει σημάδια, μα τα σημάδια δεν τα λογαριάζουμε. Στον καθένα μας πέφτει ένας κλήρος, στο χέρι μας είναι πως θα τον διαχειριστούμε. Κλήρος έτυχε στη γενιά της Βασιλικής η προσφυγιά, όμως δεν έκλαψε πολέμησε. Κι ήρθε ο κλήρος του κτήματος της Θερμής να ξεπληρώσει τον ξεριζωμό. Γιατί ήταν θεία παροχή ετούτο το θαύμα, φτάνει να το ερμήνευες σωστά. Να μην περιφέρεις δηλαδή την πίστη σου ως εμπόρευμα. Δεν είναι πραμάτεια η πίστη. Η πίστη είναι δύναμη ψυχής. Κι ως δύναμη ψυχής ερμήνευσε το ενύπνιο, οδηγώντας στην ανακάλυψη των οστών των αγίων της Θερμής. Κι ως δύναμη ψυχής έγραψε τα βιβλία της για τα προσφυγόπουλα, για τις αξέχαστες πατρίδες, και τους νεοφανείς Αγίους της Θερμής.
Είναι παρακαταθήκες τούτα δω όλα. Κλήρος της μοναχής Ειρήνης, της κατά κόσμον Βασιλικής Ράλλη, αλλά και κλήρος - σκυτάλη σε όλους εμάς.
Μοναχή Ειρήνη
Κι αν η πατρίδα δεν σε τίμησε, σημάδι είναι και τούτο. Οι μεγάλες αλήθειες δεν φανερώνονται με μιας. Κρύβονται βαθιά στο χώμα και πρέπει να πιστέψεις, να αναζητήσεις, να σκάψεις βαθιά μέσα στην γης. Να σκάψεις βαθιά μες στην ψυχή σου. Αν σήμερα η πατρίδα δεν σε θυμήθηκε, αύριο οι προθήκες των μοναστηριών θα προβάλλουν το έργο σου κι η αλήθεια θα φωτίζει, όπως τα φωτεινά οράματα-ενύπνια της πίστης σου.
Ας μάς οδηγούν τα σημεία του κλήρου της γενιάς μας.
Στρατῆς Γιαννῖκος

19 Δεκεμβρίου 2021

Τα όνειρα Χριστούγεννα

του Στρατή Γιαννίκου

Δημοσιεύθηκε το 2001 στην εφ. ΕΜΠΡΟΣ. (Η ζωγραφιά, Λιμάνι 2001, είναι του Γιώργου Πέρρου. Είναι σχεδιασμένη με κάρβουνο σε χαρτόνι)

Κάθε που ερχόταν τα Χριστούγεννα σκεφτόταν το χωριό του, ο Στρατής. Χρόνια είχε να γιορτάσει Χριστούγεννα ελληνικά κι ούτε που τα θυμόταν,  καλά, γιατί κι αυτά που έζησε μικρός στην πατρίδα με βίας μετριόνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Γεννημένος στις αρχές του μεσοπόλεμου στη Γέρα, ήταν ο μεγαλύτερος από τα τρία αδέλφια της οικογένειας. Μόλις που άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο, μόλις που άρχισε κι αυτός να γυρνά τα σοκάκια και να λέει τα κάλαντα, π’ άρχισε να χαμογελά και να κάνει όνειρα, ήρθε ο μεγάλος πόλεμος.

Ήταν το μεγάλο Όχι στη ζωή του Στρατή. Έπαψε πια να ‘ναι παιδί, τέλειωσαν τα ψέματα, τα γέλια. Τα Χριστούγεννα. Ήρθαν τα κρύα Χριστούγεννα του’40, τα θλιμμένα του ’41, τα πικρά του ’42, τα πεινασμένα του ’43 Χριστούγεννα.

Ήρθε φθινόπωρο του ’44. Φεύγαν οι Γερμανοί απ’ το νησί κι οι άνθρωποι ήλπιζαν πως θ’ ανθίσουν ξανά τα χείλη κι οι καρδιές. Κι αμέσως άλλος σηκωμός, άλλη αναποδιά, τα «Μαύρα Χριστούγεννα του 1944. Ενέδρες ξαναστήθηκαν στα όνειρα, μπλόκια στις ελπίδες, κι άλλα κάλαντα που πήραν αναβολή για άλλη χρονιά, άλλα Χριστούγεννα. Κι έπειτα άναψε άλλη φωτιά, το γιαγκίνι του εμφύλιου.

Δεν άντεχε η Ελλάδα τα παιδιά της με χαμόγελο. Τα μπάρκαιρνε στην ξενιτιά για να σωθούν. Δεκατεσσάρων χρονών ήτανε, αρχές εμφυλίου, που κατευόδωσαν τον Στρατή. Έφυγε ο Στρατής για να σωθεί, έφυγε ο Στρατής για να σωθούν. Φύγαν και τα Χριστούγεννα.

Πενήντα και βάλε χρόνια ξενιτεμένος στην άκρια της γης, μήπως και ξαναβρεί κείνα τα λιγοστά αθώα, παιδικά Χριστούγεννα. Τα μόνα αληθινά.

Σκεφτόταν κάθε που έρχονταν οι γιορτές πως τέτοιες μέρες γεννήθηκε ο θεός, πως τέτοιες μέρες ο ήλιος έπαιρνε πάλι τον ανήφορο, για να φωτίσει όλη τη γης, για να ῤθει πάλι το χαμόγελο.

Τού ‘λειπε του Στρατή το χωριό, τού ‘λειπαν οι φίλοι και οι συγγενείς. Το μόνο που ‘μαθε τόσα χρόνια ήταν πως δεν μπαρκάρουνε τα όνειρα. Τα όνειρα πετούν. Φθινόπωρο του 2000 ήτανε που έβγαλε το εισιτήριο για τη μεγάλη επιστροφή, τη μεγάλη μέρα. Άγια Χριστούγεννα τον περίμεναν.

Όταν έφθασε στην πατρίδα κάτι αδιόρατο τού έτρωγε τα σωθικά. Ανεξήγητο πράγμα. Τώρα που έφθασε στην πατρίδα, δεν βιαζόταν. Ίσως τα χρόνια που πέρασαν, ίσως δεν πίστευε ακόμη στο θαύμα, ίσως όλα να ήταν μάταια. Ίσως…

Έχω χρόνο, σκέφτηκε ο Στρατής. Μια ζωή είχε χρόνο. Κάθε άνθρωπος έχει χρόνο, χρόνια δεν έχει. Αποφάσισε να μείνει για λίγες μέρες στον Πειραιά, το έσχατο του γυρισμού λιμάνι.

Κι έμεινε ο Στρατής για πάντα.

Όπως μένουν τα όνειρα δεμένα στα λιμάνια. Γιατί τα όνειρα δεν ταξιδεύουν χειμωνιάτικα. Τα όνειρα φτερουγίζουν. Τα όνειρα δεν έχουνε πατρίδα.

Κι έμεινε η επιστροφή ένα όνειρο.

Κι έσβησε ο Στρατής, στα μπλόκια του Πειραιά.

Κι έσβησαν τα όνειρα, Χριστούγεννα.

17 Σεπτεμβρίου 2021

Ιωάννα της Λωρραίνης


           Στρατῆς Γιαννῖκος

Του σύμπαντος κόσμημα η γης κι η γυναίκα. Η γη και η γυναίκα γεννούν. Με πόνους φέρνουν τα παιδιά τους στον κόσμο. Κι είναι ο κόσμος ότι γύρω από τη γη και τη γυναίκα στρέφεται. H θάλασσα, ο ουρανός, τ’ αστέρια, η σελήνη όλα τούτα με τη φωτιά ανάβουν σαν  πυρώσουν τα βλέμματα κι οι ψυχές. Κι είναι ο ήλιος που θερμαίνει της γης και καρπίζει κι είναι η φωτιά του άντρα που ανάβει τη γυναίκα. Μα πιο πάνω απ’ όλα είναι η κοσμική φωτιά που κάνει το σύμπαν αενάως να  φωτίζει.

Τούτα τα λόγια σκεφτόταν η Ιωάννα   σαν ήρθε η ώρα της ν’ αφήσει την παιδιάστικη ανεμελιά. Λόγια σοφά κι ας μην εγνώρισε σχολειό  κι ας μην αγροικούσε γράμματα. Έφηβη πια κι ήταν η ώρα της ν’ αλλάξει στράτα, μεγάλη να γενεί. Σκεφτόταν τον άντρα που θα έπρεπε να αγκαλιάσει, τα παιδιά που αύριο θα γεννήσει κι έβλεπε παντού φωτιά να καίει. Ο πόλεμος.

Πόλεμος. Η πλάση είχε κοκκινίσει. Κι έπειτα το μαύρο, το σκαιό. Μαύροι καπνοί, καμένα σπαρτά, δάκρυα κι αίμα παντού. Η Γαλλία καιγόταν. Μόνον ένας άγγελος μπορούσε να τη σώσει. Εξ ουρανού η μόνη ελπίδα, η μόνη προσμονή της.

Βιαζότανε η Ιωάννα. Βιαζόταν να μεγαλώσει. Κι ερχόταν το θανατικό απρόσμενα να της προσθέσει γνώση, που όμοια δεν λαβαίνεις από τα σχολειά, μα από της ζωής, σαν συναντάς τις αντάρες.

 Πίνακας τουEugene Thirion
Έφιππος άγγελος σαλπίζει απ’ τα ουράνια. Εξ ουρανού ο κατακλυσμός, εξ ουρανού κι η λύτρωση. Σαλπισμάτων βοή κι ευθύς ο ουρανός από νεφέλες γέμισε και χρώματα μύρια, όσα δεν είχε ξαναδεί. Άξαφνα ακούγεται η πρόσκληση  του αρχάγγελου:

«Γυναίκα η γη είναι δική σου. Γυναίκα άναψε φωτιά στο σύμπαν.
Τώρα δική σου είναι η ζωή. Πολέμα. Μάχου και πίστευε. Λύτρωσε τον κόσμο. Μάθε τον κόσμο να νικά. Πολέμα ώσπου να αλλάξει ο ρους της ιστορίας. Κι έπειτα αγέρωχη, ευτυχισμένη να χαθείς μες στην πυρά».

Δεν αρνείσαι ποτέ στον άγγελό σου. Ο άγγελος είναι το πεπρωμένο σου. Ο άγγελος είναι ο οδηγός σου. Το όραμά της έμελλε  να πάρει τον δρόμο της εκπλήρωσης. Έπρεπε να γίνει όραμα του λαού της.  Ήρθε η ώρα να απαρνηθεί το χθες, να αφαιρέσει από πάνω της τα βάρη που την μπόδιζαν. Πέταξε τα φορέματά της, ντύθηκε με ρούχα αντρικά. Να δείξει ήθελε πως κι η γυναίκα πολεμά. Έκοψε τα μαλλιά της, κάθε δεσμό με το χθες έκοψε.

Καθημερινά σκεφτόταν το όραμα του αρχάγγελου  Μιχαήλ και  προσεύχονταν στην Παναγία:

«Sempre all'alba ed alla sera...» *

Πάντα την αυγή και το βράδυ

Σε υμνώ στην προσευχή μου..

Ανταμοιβή δώσε μου Εσύ

ένα σπαθί και μια σημαία...    

Και πήρε τον δρόμο τον μεγάλο, τον δρόμο τον χωρίς γυρισμό, τη στράτα τη μεγάλη, της θυσίας. Ίππευσε το λευκό της άλογο. Λευκό, καθάριο όπως τα αισθήματά της. Λευκό όπως η παρθενία της. Γυρνούσε όλη τη Γαλλία και ξεσήκωνε τα πλήθη. Κι ήρθαν οι νίκες πολλές. Αναθάρρησε ο λαός και την ακολουθούσε. Ελευθερώθηκε η Λωρραίνη.  Ήταν πια η οδηγός, η αρχηγός, η πολεμίστρα τους. Ζαν ντ Αρκ, η παρθένος της Λωρραίνης.

Εικόνα από το περιοδικό «Figaro Illustre»

Η Ιωάννα δεν φοβόταν τον εχθρό. Ο εχθρός πάντα σε περιμένει μπροστά. Πίσω από το μέτωπο γίνεται πάντα η βρώμικη δουλειά. Παραμονεύουν οι φίλοι, οι δικοί, οι πατριώτες. Εκείνοι οι αδέκαστοι των μετόπισθεν. Οι άμεπτοι, οι γραβατωμένοι ιππότες.

Η ώρα της δίκης δεν αργεί. Μα η θεία δίκη ανάθεμα γίνεται στους ώμους των επίορκων που αθέμιτα καταδικάζουν. Εκείνη πίστευε στο όραμά της.  Η Ιωάννα το μόνο που φοβόταν ήταν   μήπως καταδικαστεί από τον Θεό.

Όταν σε καταδικάζουν οι αθεόφοβοι προτάσσουν την ευλάβειά τους στο θεό.

_ Ισχυρίζεσαι πως διαθέτεις τη θεία χάρη;

           _Αν δεν την διαθέτω, είθε ο Θεός να μου τη δώσει. Αν πάλι την έχω, είθε ο Θεός να συνεχίσει να μού την παρέχει.

          Κι οι δικαστές; Τι απάντηση να δώσουν στο αναπάντητο; Τι απάντηση να δώσουν σε μια παρθένα ψυχή; Όταν ο θεός, κριτής γίνεται των λόγων σου, το λογικό σού επιτάσσει να σιωπάς,  διαφορετικά  παράλογα φέρεσαι. Μάρτυρες επί μαρτύρων, στημένο δικαστήριο, και φθάνεις σε αδιέξοδο.

_Καταδικάζεσαι γιατί δεν σεβάστηκες τη γυναικεία φύση. Αιρετική κατ' εξακολούθηση! Κόβοντας  κοντά τα μαλλιά και φορώντας αντρικά ρούχα. Εις θάνατον λοιπόν στην πυρά. Ενδεδυμένη καθώς είναι το πρέπον,  με γυναικεία ρούχα.

 

          Έκαιγε η πυρά, καίγονταν η Ζαν ντ Αρκ, καίγονταν από

Έργο του 19ου αιώνα του Χέρμαν Στιλκ.

αισθήματα κι οι θεατές του μαρτυρίου:

      «Είμαστε χαμένοι, κάψαμε μιαν αγία».

          Η  Παρθένος της Λωρραίνης κοίταζε μπρος της τον μεγάλο ξύλινο σταυρό κι ύστερα ύψωνε το βλέμμα της στον ουρανό. Έβλεπε-άκουγε εκείνο που δεν μπορούσαν να δουν και ν’ ακούσουν οι δικαστές. Τον αρχάγγελο Μιχαήλ να της γελά: «Κι έπειτα αγέρωχη, ευτυχισμένη να χαθείς μες στην πυρά».

Εκείνη ωσάν ψαλμό πρόφερε τα τελευταία της λόγια:

 Sempre all' alba ed alla sera...

Ανταμοιβή δώσε μου Εσύ

ένα σπαθί και μια σημαία...

 

……………………………………………………

* Οι στίχοι «Sempre all'alba ed alla sera...» είναι απόσπασμα από την όπερα του Βέρντι, «Joan d' Arc, Ouverture»,1845. Η όπερα λογοκρίθηκε από το Συμβούλιο του Πάπα, προκειμένου να παρουσιαστεί στη Ρώμη. Μετονομάζεται σε «Orietta di Lesbo» (Οριέττα της Λέσβου), λαμβάνοντας το όνομα της Οριέττας, της συζύγου του γενουάτη ηγεμόνα Ντορίνο Α΄,  της ηρωίδας που θρυλείται ότι το 1450 έσωσε το κάστρο της Μήθυμνας από τους Τούρκους.