20 Απριλίου 2022

Στην Αγορά του Παπάδου



Στρατῆς Γιαννῖκος

Η ζωντάνια ενός τόπου είναι η ζωντάνια της αγοράς του. Ένα χωριό ακμάζει όταν κινείται η αγορά του. Πάνε χρόνια που έφυγα από τον τόπο που με γέννησε, οι αναμνήσεις όμως μένουν. Μπορεί να ξεθωριάζουν οι θύμισες της αλάνας και της κεντρικής λεωφόρου, τα κυριακάτικα σουλάτσα και τα νυφοπάζαρα, όμως   οι εικόνες της αγοράς  είναι πάντα χαραγμένες ανεξίτηλα σε μιαν άκρη του νου. Μεγάλωσα  με τα φώτα, το βουητό της  και τα ντιν νταν του καμπαναριού. Βλέπεις  δεν υπάρχει αγορά χωρίς την εκκλησιά και τους καφενέδες. Οι ιερείς μέσα στην εκκλησιά να διαλαλούν τον θείο λόγο κι οι θνητοί στους καφενέδες να ερίζουν για τα γήινα. Χτυπούν οι καμπάνες μήπως ξυπνήσουν τις συνειδήσεις μας, ξυπνούν και τα επίγεια πάθη στα καφενεία.

Είχα την τύχη να ζήσω από κοντά την αγορά. Ο θείος μου, ο Μήτσος Αναγνώστου διατηρούσε το περίπτερο της πλατείας.  Ο θείος   απέκτησε το παρανώμι Μήτσος Καψούλας .  Κάθε Πάσχα τροφοδοτούσε τη νεολαία του χωριού  με βεγγαλικά και πασχαλιάτικα πυρομαχικά, να ανάψει περισσότερο η πλατεία, να γίνει ο μέγας χαμός από τις κροτίδες. Σειόταν συθέμελα το καμπαναριό από τα γεμάτα μπαρούτι σιδερένια κλειδιά που μπουμπουνίζαν φλεγόμενα κι ο κόσμος  να ψάχνει τοίχο να ακουμπήσει, να ασφαλιστεί  μην τον πετύχουν τα καψούλια.  Αξέχαστες οι πασχαλινές αναστάσεις , κι εγώ εκστασιασμένος να κοιτάζω, κολλημένος στα τζάμια του περιπτέρου,  την πλατεία μας να φλέγεται.

Θα μπορούσα να μιλώ επί ώρες και να γράφω σελίδες επί σελίδων για την εκκλησιά του Ταξιάρχη Παπάδου, για τα μαγαζιά και τα καφενεία της. Δεν είχα τη δύναμη να ζωγραφίσω την εκκλησιά, το καμπαναριό, τον Ταξιάρχη μας. Ίσως να μην ένιωσα άξιος, ίσως αδύναμος μπρος στη θωριά του Παμμέγιστου. Ορμήνια παλιά του παραστάτη μου «ψάχνε μέσα από τα μικρά να βρεις τα μεγάλα». Έτσι έμαθα να περπατώ μέσα στη ζωή. Το θείο υπάρχει ακόμη και στο πιο μικρό, στο πιο τιποτένιο, στο πιο ανθρώπινο, ακόμη και μιας και μιλάμε για αγορά, ναι ακόμη και στο πιο αγοραίο.

Κάπως έτσι οδηγήθηκα σε μια φωτογραφία του ενός παλιού καφενέ της πλατείας, που βρίσκεται απέναντι από την εκκλησιά.  Πάντα με εντυπωσίαζε ο χαραγμένος, πάνω από το μαρμάρινο υπέρθυρο,  ανάγλυφος φοίνικας με το ψαλίδι, δείγμα ότι πιθανόν ο παλιός ιδιοκτήτης ανήκε στο σινάφι των ραφτάδων. Έχει μεγάλη ιστορία τούτος εδώ ο καφενές. Προπολεμικά ανήκε στον Δημητρό Βελισσάρη, πέρασε στον Στρατή Χατζηδημητράκη και αργότερα σε άλλους επαγγελματίες που τον χρησιμοποίησαν. Είδε, άκουσε, έζησε πολλά παρεδώσε,  καβγάδες, σαματάδες, αγοροπωλησίες, πολιτικά τερτίπια, αστείες καταστάσεις, πειράγματα, ουζοποσίες.

Προπολεμικά, πριν μεταφερθεί η Λέσχη Παπάδου στο κτίριο της κεντρικής λεωφόρου, της  Πατρικούς, χρησιμοποιήθηκε ο πάνω όροφος ως γραφεία και ο καφενές ως εντευκτήριο της άρχουσας τάξης του Παπάδου. Μεταπολεμικά,  τη δεκαετία του 1950, στον πάνω όροφος εγκαταστάθηκαν  τα πρώτα γραφεία του ΙΚΑ.   Είναι αξιοσημείωτο ότι κάποια  απογεύματα ο Γιώργος Γιαννίκος,  ο τότε Προϊστάμενος του ΙΚΑ Παπάδου, διέθετε το γραφείο του στη συντακτική ομάδα της  «Παρεούλας»,  της μικρής εφημερίδας του χωριού. «Η Παρεούλα» τυπώνονταν  με  την γραφομηχανή της υπηρεσίας. Σύμφωνα με τον Στρατή Μύταρο η εφημερίδα πρέπει να έβγαλε περίπου 10 φύλλα, την δε συντακτική επιτροπή αποτελούσαν ο Στρατής Μύταρος, ο Γιώργος Γιαννίκος και ο Μπάνος Καζάζης.

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: