27 Σεπτεμβρίου 2022

Ξανά ηχούν τα σήμαντρα

 


Στρατῆς Γιαννῖκος

Είναι μερικοί ήχοι που σαν κροτούν, θύμισες εγείρουν από του νου τα ενδότερα. Θύμισες αλλοτινές που ξεσηκώνουν τις ψυχές. Άλλοτε γαλήνια τις ταξιδεύουν σε μέρη αγαπημένα, σε γλυκές αναμνήσεις, μα κάποιες φορές συνεγείρουν τα σώψυχα, συθέμελα τα τραντάζουν. Κι ευθύς ολόρτος ορθώνεσαι και θες να πολεμήσεις, με τ’ άδικο και την ασχήμια του κόσμου. Είπαμε ανερμάτιστος είναι ο άνθρωπος, ώρες που ησυχάζει κι ώρες που μπουρλοτιάζει. Σαν τα ζα θέλει κι αυτός το χαλινάρι του.

Στο χωριό χτυπούσε καθημερινά η καμπάνα του Ταξιάρχη, πότε για τον εσπερινό, πότε για την τελευταία του μακαρίτη εκφορά, πότε για την κυριακάτικη λειτουργία, για τις μέρες των πανηγυριών. Τούτους δω τους ήχους τους είχαμε τόσο συνηθίσει, είχαν γίνει ένα με το πετσί μας, ένα με τις παραξενιές και τα ελαττώματά μας. Μα κάτι έλειπε. Αυτό το κάτι που θα έβαζε τάξη στην άτσαλη, την άτακτη ζωή μας.

Έτσι χωρίς μπούσουλα ζούσαμε. Όσα πάνε κι όσα έρθουν. Το χρέος μας νομίζαμε ότι το κάναμε με το να προσκυνάμε τυπικά και να σταυροκοπιόμαστε. Το καμπαναριό χρόνια παράδερνε στη φθορά του χρόνου και στην αδιαφορία των χωριανών.




Τα τελευταία όμως χρόνια κάτι άλλαξε. Πέτρα την πέτρα το καμπαναριό ξαναφτιαχνόταν. Καλοκαίριασε! Ιούνης του 2022. Οι σκαλωσιές μέρα την μέρα ξεκρεμιόνταν, το καμπαναριό άρχισε σιγά να ορθώνεται περήφανο, χωρίς τα δεκανίκια του. 

Κάτι  όμως μάς έλειπε.  Σαν ορφανοί γυρεύαμε ένα  σινιάλο να μάς βάλει σε μια σειρά, ν’ αλλάξουμε ρότα στη ζωή μας. Τον ορφανό τον νιώθει πιότερο όποιος ορφάνεψε. Έτσι και στο χωριό μας κάποιος που ορφάνεψε από πατρίδα και οι σειρήνες τον κράτησαν στην ξενιτιά  είπε να φτιάξει τις ώρες μας, τάξη να βάλει στην άναρχη ζωή μας. Έμενε μόνο να ηχήσει ξανά  το ρολόι να βρουν τον ρυθμό τους οι χωριανοί. Να στοιχηθούν στους ήχους των ωρών.  Κι ο ευεργέτης να έχει να ακούει νοερά  από μακριά τα σήμαντρα του χωριού του,  βάλσαμο στο πλάνο τραγούδι των σειρήνων.

Κι ήρθε μια μέρα τέλη του Ιούνη που ακούστηκαν δειλά δειλά οι ήχοι των σήμαντρων: Ήταν η πρώτη μέρα της άφιξής μου στο χωριό. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Η έλλειψη τόσων χρόνων ήταν που με έκανε να δυσπιστώ. Δεν μπορεί σκεφτόμουν, ο πόθος μου είναι που κάνει τις καμπάνες να σημαίνουν την κάθε ώρα. Μα ξάφνου ακούγονταν ο ένας μετά τον άλλον δεκάδες ήχοι: Χαρούμενοι, πασχαλινοί, πανηγυρικοί, πένθιμοι,  αναστάσιμοι, αγιορείτικοι…

Ο Νικόλας, ο νεωκόρος έπαιζε με τα σήμαντρα μεσημεριάτικα. Κανένας δεν τον επιτίμησε, κανένας δεν του έβαλε τις φωνές, Όλοι μας θα θέλαμε να βρισκόμαστε στη θέση του. Είναι μερικές φορές που είναι επιβεβλημένο το να «τραβάει κανείς το σχοινί». Πέρασαν μέρες που η καμπάνα χτυπούσε ρυθμικά στην ώρα της. Ώσπου  ένα απόγευμα του Ιούλη φθάνω στην εκκλησιά  λίγο μετά το πέρας του εσπερινού. Στεκόμουν προς τη μεριά του βορινού κλίτους και κοίταζα την εικόνα του Ταξιάρχη μας. Άξαφνα έρχεται ο παπάς και διακόπτει τους συλλογισμούς, απολογίες, προσευχές μου :

-        Μιλάς με τον φίλο σου ;

Χαμογέλασα και πάνω που πάω να αποκριθώ ακούω να παίζουν οι καμπάνες.

_ Ήρθε ο τεχνικός να  κάνει την τελευταία δοκιμή, συνέχισε ο ιερέας.

Κι ευθύς βγήκε να συνεννοηθεί με τον τεχνίτη, τον αποχαιρέτισε και σε μερικά λεπτά επανήλθε στον ναό.

Πάνω που πάμε να συνεχίσουμε τη συζήτηση ακούμε τα σήμαντρα όλα, ένα ένα με τη σειρά, και στο τέλος παρατεταμένα να ηχεί η αγιορίτικη καμπάνα.

Ο ιερέας εξεμάνη :

_Νίκο, Νίκο σταμάτα ,  φωνάζει στον νεωκόρο.

Ο Νίκος βγαίνει  από το ιερό περιχαρής, χοροπηδώντας σαν κατσίκι, γυρνώντας τριγύρω μας και φωνάζοντας:

-Γιατί μωρέ παπά; Εμένα μού αρέσει η αγιορείτικη. Δεν είναι ωραία η αγιορείτικη καμπάνα;

Μάταια ο παπάς προσπαθεί να πείσει τον Νικόλα. Υψώνοντας τον τόνο της φωνής του ο ιερέας τον προστάζει να βγει έξω από την εκκλησιά, τι θα τους προγκήξουν οι χωριανοί με τα τερτίπια του νεω.

Μέσα μου γέλαγα γιατί ήξερα ότι κι ο παπάς κι εγώ κι όλοι μαζί οι χωριανοί θα θέλαμε να βαράμε από την χαρά μας ασταμάτητα την καμπάνα.

Δεν  κοίταξα προς το μέρος του Ταξιάρχη. Μια λάμψη πρόβαλλε ξάφνου μέσα από την εκκλησιά. Ο Ταξιάρχης μας πρέπει να χαμογέλασε.

Τούτες τους ήχους, τούτες τις εικόνες τις καλοκαιριάτικες ας κρατήσουμε σαν φυλακτό. Το χαμόγελο του άδολου νεωκόρου, το χαμόγελο του Ταξιάρχη. Φοβάμαι είν’ αλήθεια, μην έρθει  μια μέρα φθινοπωρινή, μια μέρα χειμωνιάτικη, που μας επισκεφθούν οι επίσημοι και μουτζουρώσουν το χαμόγελο του Ταξιάρχη. Τα γνωστά… λόγοι επισήμων περί  αποκαταστάσεως του κωδωνοστασίου, κόψιμο κορδέλας, μεγαφωνικές εγκαταστάσεις, ψεύτικα χαμόγελα, χειραψίες, χαιρετούρες  

Σε μια τέτοια περίπτωση, στο μόνο που ελπίζω είναι η απουσία του κόσμου.  Έναν μόνο χωριανό θέλω να συμμετέχει στο βάθος της παράτας. Έναν άλλο Νικόλαο, του Ν’κουλέλι, το ξαδέρφι του νεωκόρου. Να χαμογελά, να χαμογελά, με όλη τη δύναμη της άδολης ψυχής του.

Κι ένα χωριό, μακριά από της φιέστας τα δρώμενα,  να υμνεί τους συγχωριανούς Νικόλαους. Να θεωρεί το χαμόγελό τους νίκη του λαού. Να πιστεύει πως οι ήχοι της καμπάνας είναι της ψυχής των το αγνό θρόισμα. Και να διαλαλεί κάθε που ακούει να ηχούν τα σήμαντρα  τις ώρες :

-Βαράτε σήμαντρα. Νίκη λαού, Νίκη λαού. Το χαμόγελο του χωριού μας, το χαμόγελο του Ταξιάρχη μας πάλι φωτίζει την εκκλησιά μας.

 

  

Δεν υπάρχουν σχόλια: