19 Δεκεμβρίου 2021

Τα όνειρα Χριστούγεννα

του Στρατή Γιαννίκου

Δημοσιεύθηκε το 2001 στην εφ. ΕΜΠΡΟΣ. (Η ζωγραφιά, Λιμάνι 2001, είναι του Γιώργου Πέρρου. Είναι σχεδιασμένη με κάρβουνο σε χαρτόνι)

Κάθε που ερχόταν τα Χριστούγεννα σκεφτόταν το χωριό του, ο Στρατής. Χρόνια είχε να γιορτάσει Χριστούγεννα ελληνικά κι ούτε που τα θυμόταν,  καλά, γιατί κι αυτά που έζησε μικρός στην πατρίδα με βίας μετριόνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Γεννημένος στις αρχές του μεσοπόλεμου στη Γέρα, ήταν ο μεγαλύτερος από τα τρία αδέλφια της οικογένειας. Μόλις που άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο, μόλις που άρχισε κι αυτός να γυρνά τα σοκάκια και να λέει τα κάλαντα, π’ άρχισε να χαμογελά και να κάνει όνειρα, ήρθε ο μεγάλος πόλεμος.

Ήταν το μεγάλο Όχι στη ζωή του Στρατή. Έπαψε πια να ‘ναι παιδί, τέλειωσαν τα ψέματα, τα γέλια. Τα Χριστούγεννα. Ήρθαν τα κρύα Χριστούγεννα του’40, τα θλιμμένα του ’41, τα πικρά του ’42, τα πεινασμένα του ’43 Χριστούγεννα.

Ήρθε φθινόπωρο του ’44. Φεύγαν οι Γερμανοί απ’ το νησί κι οι άνθρωποι ήλπιζαν πως θ’ ανθίσουν ξανά τα χείλη κι οι καρδιές. Κι αμέσως άλλος σηκωμός, άλλη αναποδιά, τα «Μαύρα Χριστούγεννα του 1944. Ενέδρες ξαναστήθηκαν στα όνειρα, μπλόκια στις ελπίδες, κι άλλα κάλαντα που πήραν αναβολή για άλλη χρονιά, άλλα Χριστούγεννα. Κι έπειτα άναψε άλλη φωτιά, το γιαγκίνι του εμφύλιου.

Δεν άντεχε η Ελλάδα τα παιδιά της με χαμόγελο. Τα μπάρκαιρνε στην ξενιτιά για να σωθούν. Δεκατεσσάρων χρονών ήτανε, αρχές εμφυλίου, που κατευόδωσαν τον Στρατή. Έφυγε ο Στρατής για να σωθεί, έφυγε ο Στρατής για να σωθούν. Φύγαν και τα Χριστούγεννα.

Πενήντα και βάλε χρόνια ξενιτεμένος στην άκρια της γης, μήπως και ξαναβρεί κείνα τα λιγοστά αθώα, παιδικά Χριστούγεννα. Τα μόνα αληθινά.

Σκεφτόταν κάθε που έρχονταν οι γιορτές πως τέτοιες μέρες γεννήθηκε ο θεός, πως τέτοιες μέρες ο ήλιος έπαιρνε πάλι τον ανήφορο, για να φωτίσει όλη τη γης, για να ῤθει πάλι το χαμόγελο.

Τού ‘λειπε του Στρατή το χωριό, τού ‘λειπαν οι φίλοι και οι συγγενείς. Το μόνο που ‘μαθε τόσα χρόνια ήταν πως δεν μπαρκάρουνε τα όνειρα. Τα όνειρα πετούν. Φθινόπωρο του 2000 ήτανε που έβγαλε το εισιτήριο για τη μεγάλη επιστροφή, τη μεγάλη μέρα. Άγια Χριστούγεννα τον περίμεναν.

Όταν έφθασε στην πατρίδα κάτι αδιόρατο τού έτρωγε τα σωθικά. Ανεξήγητο πράγμα. Τώρα που έφθασε στην πατρίδα, δεν βιαζόταν. Ίσως τα χρόνια που πέρασαν, ίσως δεν πίστευε ακόμη στο θαύμα, ίσως όλα να ήταν μάταια. Ίσως…

Έχω χρόνο, σκέφτηκε ο Στρατής. Μια ζωή είχε χρόνο. Κάθε άνθρωπος έχει χρόνο, χρόνια δεν έχει. Αποφάσισε να μείνει για λίγες μέρες στον Πειραιά, το έσχατο του γυρισμού λιμάνι.

Κι έμεινε ο Στρατής για πάντα.

Όπως μένουν τα όνειρα δεμένα στα λιμάνια. Γιατί τα όνειρα δεν ταξιδεύουν χειμωνιάτικα. Τα όνειρα φτερουγίζουν. Τα όνειρα δεν έχουνε πατρίδα.

Κι έμεινε η επιστροφή ένα όνειρο.

Κι έσβησε ο Στρατής, στα μπλόκια του Πειραιά.

Κι έσβησαν τα όνειρα, Χριστούγεννα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: