17 Σεπτεμβρίου 2021

Ιωάννα της Λωρραίνης


           Στρατῆς Γιαννῖκος

Του σύμπαντος κόσμημα η γης κι η γυναίκα. Η γη και η γυναίκα γεννούν. Με πόνους φέρνουν τα παιδιά τους στον κόσμο. Κι είναι ο κόσμος ότι γύρω από τη γη και τη γυναίκα στρέφεται. H θάλασσα, ο ουρανός, τ’ αστέρια, η σελήνη όλα τούτα με τη φωτιά ανάβουν σαν  πυρώσουν τα βλέμματα κι οι ψυχές. Κι είναι ο ήλιος που θερμαίνει της γης και καρπίζει κι είναι η φωτιά του άντρα που ανάβει τη γυναίκα. Μα πιο πάνω απ’ όλα είναι η κοσμική φωτιά που κάνει το σύμπαν αενάως να  φωτίζει.

Τούτα τα λόγια σκεφτόταν η Ιωάννα   σαν ήρθε η ώρα της ν’ αφήσει την παιδιάστικη ανεμελιά. Λόγια σοφά κι ας μην εγνώρισε σχολειό  κι ας μην αγροικούσε γράμματα. Έφηβη πια κι ήταν η ώρα της ν’ αλλάξει στράτα, μεγάλη να γενεί. Σκεφτόταν τον άντρα που θα έπρεπε να αγκαλιάσει, τα παιδιά που αύριο θα γεννήσει κι έβλεπε παντού φωτιά να καίει. Ο πόλεμος.

Πόλεμος. Η πλάση είχε κοκκινίσει. Κι έπειτα το μαύρο, το σκαιό. Μαύροι καπνοί, καμένα σπαρτά, δάκρυα κι αίμα παντού. Η Γαλλία καιγόταν. Μόνον ένας άγγελος μπορούσε να τη σώσει. Εξ ουρανού η μόνη ελπίδα, η μόνη προσμονή της.

Βιαζότανε η Ιωάννα. Βιαζόταν να μεγαλώσει. Κι ερχόταν το θανατικό απρόσμενα να της προσθέσει γνώση, που όμοια δεν λαβαίνεις από τα σχολειά, μα από της ζωής, σαν συναντάς τις αντάρες.

 Πίνακας τουEugene Thirion
Έφιππος άγγελος σαλπίζει απ’ τα ουράνια. Εξ ουρανού ο κατακλυσμός, εξ ουρανού κι η λύτρωση. Σαλπισμάτων βοή κι ευθύς ο ουρανός από νεφέλες γέμισε και χρώματα μύρια, όσα δεν είχε ξαναδεί. Άξαφνα ακούγεται η πρόσκληση  του αρχάγγελου:

«Γυναίκα η γη είναι δική σου. Γυναίκα άναψε φωτιά στο σύμπαν.
Τώρα δική σου είναι η ζωή. Πολέμα. Μάχου και πίστευε. Λύτρωσε τον κόσμο. Μάθε τον κόσμο να νικά. Πολέμα ώσπου να αλλάξει ο ρους της ιστορίας. Κι έπειτα αγέρωχη, ευτυχισμένη να χαθείς μες στην πυρά».

Δεν αρνείσαι ποτέ στον άγγελό σου. Ο άγγελος είναι το πεπρωμένο σου. Ο άγγελος είναι ο οδηγός σου. Το όραμά της έμελλε  να πάρει τον δρόμο της εκπλήρωσης. Έπρεπε να γίνει όραμα του λαού της.  Ήρθε η ώρα να απαρνηθεί το χθες, να αφαιρέσει από πάνω της τα βάρη που την μπόδιζαν. Πέταξε τα φορέματά της, ντύθηκε με ρούχα αντρικά. Να δείξει ήθελε πως κι η γυναίκα πολεμά. Έκοψε τα μαλλιά της, κάθε δεσμό με το χθες έκοψε.

Καθημερινά σκεφτόταν το όραμα του αρχάγγελου  Μιχαήλ και  προσεύχονταν στην Παναγία:

«Sempre all'alba ed alla sera...» *

Πάντα την αυγή και το βράδυ

Σε υμνώ στην προσευχή μου..

Ανταμοιβή δώσε μου Εσύ

ένα σπαθί και μια σημαία...    

Και πήρε τον δρόμο τον μεγάλο, τον δρόμο τον χωρίς γυρισμό, τη στράτα τη μεγάλη, της θυσίας. Ίππευσε το λευκό της άλογο. Λευκό, καθάριο όπως τα αισθήματά της. Λευκό όπως η παρθενία της. Γυρνούσε όλη τη Γαλλία και ξεσήκωνε τα πλήθη. Κι ήρθαν οι νίκες πολλές. Αναθάρρησε ο λαός και την ακολουθούσε. Ελευθερώθηκε η Λωρραίνη.  Ήταν πια η οδηγός, η αρχηγός, η πολεμίστρα τους. Ζαν ντ Αρκ, η παρθένος της Λωρραίνης.

Εικόνα από το περιοδικό «Figaro Illustre»

Η Ιωάννα δεν φοβόταν τον εχθρό. Ο εχθρός πάντα σε περιμένει μπροστά. Πίσω από το μέτωπο γίνεται πάντα η βρώμικη δουλειά. Παραμονεύουν οι φίλοι, οι δικοί, οι πατριώτες. Εκείνοι οι αδέκαστοι των μετόπισθεν. Οι άμεπτοι, οι γραβατωμένοι ιππότες.

Η ώρα της δίκης δεν αργεί. Μα η θεία δίκη ανάθεμα γίνεται στους ώμους των επίορκων που αθέμιτα καταδικάζουν. Εκείνη πίστευε στο όραμά της.  Η Ιωάννα το μόνο που φοβόταν ήταν   μήπως καταδικαστεί από τον Θεό.

Όταν σε καταδικάζουν οι αθεόφοβοι προτάσσουν την ευλάβειά τους στο θεό.

_ Ισχυρίζεσαι πως διαθέτεις τη θεία χάρη;

           _Αν δεν την διαθέτω, είθε ο Θεός να μου τη δώσει. Αν πάλι την έχω, είθε ο Θεός να συνεχίσει να μού την παρέχει.

          Κι οι δικαστές; Τι απάντηση να δώσουν στο αναπάντητο; Τι απάντηση να δώσουν σε μια παρθένα ψυχή; Όταν ο θεός, κριτής γίνεται των λόγων σου, το λογικό σού επιτάσσει να σιωπάς,  διαφορετικά  παράλογα φέρεσαι. Μάρτυρες επί μαρτύρων, στημένο δικαστήριο, και φθάνεις σε αδιέξοδο.

_Καταδικάζεσαι γιατί δεν σεβάστηκες τη γυναικεία φύση. Αιρετική κατ' εξακολούθηση! Κόβοντας  κοντά τα μαλλιά και φορώντας αντρικά ρούχα. Εις θάνατον λοιπόν στην πυρά. Ενδεδυμένη καθώς είναι το πρέπον,  με γυναικεία ρούχα.

 

          Έκαιγε η πυρά, καίγονταν η Ζαν ντ Αρκ, καίγονταν από

Έργο του 19ου αιώνα του Χέρμαν Στιλκ.

αισθήματα κι οι θεατές του μαρτυρίου:

      «Είμαστε χαμένοι, κάψαμε μιαν αγία».

          Η  Παρθένος της Λωρραίνης κοίταζε μπρος της τον μεγάλο ξύλινο σταυρό κι ύστερα ύψωνε το βλέμμα της στον ουρανό. Έβλεπε-άκουγε εκείνο που δεν μπορούσαν να δουν και ν’ ακούσουν οι δικαστές. Τον αρχάγγελο Μιχαήλ να της γελά: «Κι έπειτα αγέρωχη, ευτυχισμένη να χαθείς μες στην πυρά».

Εκείνη ωσάν ψαλμό πρόφερε τα τελευταία της λόγια:

 Sempre all' alba ed alla sera...

Ανταμοιβή δώσε μου Εσύ

ένα σπαθί και μια σημαία...

 

……………………………………………………

* Οι στίχοι «Sempre all'alba ed alla sera...» είναι απόσπασμα από την όπερα του Βέρντι, «Joan d' Arc, Ouverture»,1845. Η όπερα λογοκρίθηκε από το Συμβούλιο του Πάπα, προκειμένου να παρουσιαστεί στη Ρώμη. Μετονομάζεται σε «Orietta di Lesbo» (Οριέττα της Λέσβου), λαμβάνοντας το όνομα της Οριέττας, της συζύγου του γενουάτη ηγεμόνα Ντορίνο Α΄,  της ηρωίδας που θρυλείται ότι το 1450 έσωσε το κάστρο της Μήθυμνας από τους Τούρκους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: