Στρατῆς Γιαννῖκος
Γνώρισε όλον τον κόσμο. Τις συνήθειες, τα καλά και τα άσχημά τους. Έγραφε και εξυμνούσε τη φύση, την ομορφιά του κόσμου σε στίχους αράδιαζε. Ο κόσμος που ζωγράφιζε στα γραπτά του ήταν υπέροχος, μα εκείνος ήταν μόνος. Κακία δεν κρατούσε, μα όσο περνούσε ο καιρός απομακρύνονταν από τους γύρω του. Οδοιπορούσε στα βουνά κι έμαθε από τις στράτες της ζωής, τα κακοτράχαλα μονοπάτια. Μα ήταν μόνος. Αυτό του έμαθε τόσα χρόνια η ζωή. Να είναι μόνος.
Γέννησε παιδιά, τα ανάθρεψε με κόπο μέχρι
να βρουν τα βήματά τους στη ζήση κι έπειτα τα άφησε να γυρνάν τον κόσμο, ώσπου
να κουραστούνε και ν’ απαγκιάσουν κι αυτά στη μοναξιά τους.
Δεν
ήταν πάντα έτσι η ζωή του. Στην αρχή βάδιζε ξυπόλητος κι έμαθε να
περπατά με φουσκαλιασμένες τις πατούσες του. Κάθε βράδυ ξόδευε τις ώρες του με
παρέες, συζητήσεις, τραγούδια, χορούς. Μα σιγά σιγά αποτραβιόταν από τους
φίλους κι οι φίλοι αποτραβιόταν από τον κόσμο του. Η πείρα της ζωής τού έμαθε
να ξεπερνά τους σκοπέλους, τον έκανε πιο σοφό. Τού έμαθε πως στον δρόμο οι
φίλοι γίνονται εχθροί κι όσοι του έδιναν νερό, τώρα στερεύουν τις πηγές του.
Δεν έχασε την ανθρωπιά του, μα έγινε
επιφυλακτικός.
Δεν μπορούσε να εξαφανίσει τους γύρω
του. Έγινε απόμακρος, λιγομίλητος. Κάποιοι τον παρωνόμιασαν μισάνθρωπο. Εκείνος
όμως μιλούσε με τις σιωπές του. Γιατί πίστευε πως μόνο με τη σιωπή μπορείς να
αφουγκραστείς το φτερούγισμα των αγγέλων. Μόνο με την πίστη θα φθάσεις κάποτε στους
οίκους τους. Πριν το ξημέρωμα.
Κυκλοφορούσε ξυπόλητος, με λιγοστά ενδύματα,
γυμνός από αισθήματα. Κάθε που έπεφτε ο
ήλιος οδοιπορούσε σε δρόμους άγνωρους
και λογάριαζε μόνο με αριθμούς. Οι άνθρωποι ήταν αριθμοί που κλαίνε, γελάνε,
φωνάζουν, μαλώνουν, τραγουδάνε.
Κάποτε είπε: «Ως εδώ είναι η ζωή. Η μοναξιά κι ο ουρανός είναι ένα και το αυτό. Η
μοναξιά κι ο ουρανός είναι οι μόνες αλήθειες».
Ήταν, τότε που διέγραψε τους φίλους
από τη ζωή του κι άρχισε να γυρνά αμέριμνος από έγνοιες, στις στράτες του
νησιού του. Τα τριμμένα από το κύμα
βότσαλα ήταν οι νέοι του σύντροφοι. Κι αυτά αμίλητα, να τρίβει το ένα το άλλο
όταν το κύμα άλλοτε τα έσπρωχνε στην ακρογιαλιά κι άλλοτε τα τραβούσε στα
αρμυρά της θάλασσας βάθη. Η ζωή του ήταν
οι φωλιές των χελιδονιών. Τα τιτιβίσματά
τους έδιναν φωνή στην αλαλία του. Τα
φτερουγίσματά τους, φτερά στα όνειρά του. Το άλογο που χλιμιντρούσε κι ορμούσε στο πέλαγο και το παρατημένο θυμιατήρι του Αϊ Νικόλα ξυπνούσαν
τις παιδικές του θύμισες.
Σε κάποια από αυτές τις έρημες
ακρογιαλιές λένε πως βρήκε ο μισάνθρωπος τη φωλιά του να κουρνιάσει. Οι περίκλειστες πόλεις και τα
ψωροπερήφανα χωριά μοιράζαν εισιτήρια
για μέλλοντες παράδεισους. Η αγέλη των ανθρώπων
μπορούσε να αλληλοτρώγεται για τα πρωτεία.
Αμίλητος σε
μιαν ακρογιαλιά έξυνε τις ρωγμές των
θυρών του παραδείσου. Και προσευχόνταν και πίστευε πως κάποτε, μαζί με τα
ροκανίδια θα φθαρεί και το ψεύτικο λούστρο.
Κι οι άνθρωποι κάποτε με σιωπές θα υμνούν τους αγγέλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου