Στρατῆς Γιαννῖκος
Η θάλασσα είναι φωτιά. Δεν αντέχονται τα καύματά της. Αν χρόνια θαλασσοπορείς και με τα κύματα μάχεσαι, θες να βρεις αποκούμπι, πέρα μακριά της, ένα βουνό ν΄ αράξεις. Κάτι ξέρανε οι παλιοί και στέλνανε τον Οδυσσέα και τον προφήτη Λιά μ’ ένα κουπί στον ώμο να ανεβαίνουν ψηλά στα βουνά, ν’ αναζητούν ανθρώπους που δεν γνώριζαν από τα στοιχειά της θάλασσας.
Σαν της ζωής τις θάλασσες διαβείς, πυρωμένος από το αλάτι πού ‘χει φωλιάσει στις πληγές που σού άφησε η ζήση, όμοια κι εσύ, να ξαποστάσεις πρέπει στους ίσκιους των ορέων. Στις κορφές των βουνών υπάρχει άλλος κόσμος. Καλά περβόλια και δροσιές και νερά πηγαία αναβλύζουν. Λεύκες, πλατάνια, φτέρες, καστανιές στις ρεματιές και στα ανήλιαγα φαράγγια.
Κι αν συναντήσεις άνθρωπο, τα λόγια του θα είναι σταράτα σαν τα νερά που ξεπηδούν μέσα από τη γης, καθάρια, αμόλυντα νερά. Τη σοφία των λόγων του πρέπει ν’ αφουγκραστείς. Θα σού μιλήσει πως πρέπει να ρουφήξεις τη ζωή στάλα τη στάλα. Κι αν βρεις πουλιά που έχασαν τον δρόμο τους, να μην ξεγελαστείς και τα σκλαβώσεις. Μον’ άρπαξε ένα πετούμενο για μια στιγμή, ίσια στα μάτια κοίταξέ το, δώσ’ του ένα σκαστό φιλί κι αμέσως άφησέ το. Σαν λεύτερος θες στα όρη να πετάς, λεύτερα πρέπει τους να είναι και τα πετούμενα στην πλάση. Υψιπετή, λεβεντοφτέρουγα να τριγυρνούν στους ουρανούς.
Βάλε άνθρωπέ μου πλώρη στα βουνά. Κάρφωσε το κουπί της ζήσης σου στην πιο ψηλή κορφή τους κι άφησε ελεύθερο το είναι σου. Εκεί ψηλά, μαζί με τ’ αλάνια του Θεού που παραστράτησαν κι είπαν να βρούνε την αλήθεια στις πιο ψηλές τις κορυφές. Στ’ απάτητα από ληστές, αγαρηνούς και πειρατές Καλά Περβόλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου