28 Απριλίου 2016

ΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ και ΟΙ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ


Ποτέ δεν είχα προτίμηση στο κόκκινο χρώμα.  Ένιωθα παγερά αδιάφορος στη θέα του. Τούτες όμως τις ώρες,  βράδυ Μεγάλης Τετάρτης, λίγο πριν το ρολόι σημάνει δώδεκα, όλα τα βλέπω κόκκινα, χαρούμενα, ζωηρά. Δεν νιώθω τίποτα από τη θλίψη που ακολουθεί τη Μεγάλη Βδομάδα. Οι στοχασμοί μου πάνε πίσω, χρόνια πολλά. Θυμάμαι, την άνοιξη των παιδικών μου χρόνων, μετρώ όμορφες αναμνήσεις, ανασαίνω έναν αγέρα που πια δεν υπάρχει.
Πρωινό Μεγάλης Πέμπτης. Το κάθε ανοιξιάτικο πρωινό των παιδικών μου χρόνων ήταν που ανάμεσα στις τριανταφυλλιές, τα γιασεμιά και τους κρίνους της αυλής μας άκουγα τη γιαγιά Ελένη να μού διηγείται την ίδια πάντα ιστορία. Το πρόσωπό της έλαμπε, η χαρά της δεν μπορούσε να κρυφτεί. Η μητέρα μου η Χιόνα – Κατερίνα κρυφογελούσε στην κουζίνα.  Όση ώρα η μητέρα έβαφε  κόκκινα τα αυγά, τα πασχαλινά, η ευτυχία έβαφε κόκκινα τα πρόσωπά μας.
« Μεγάλη Πέμπτη μωρέλλιμ’ γέννσα τ’ν  μάνα σ’ !
Μεγάλη Πέμπτη, την ώρα που έβαφα τα αυγά με πιάσαν οι πόνοι.
Μα δεν ήταν πόνοι γέννας μουρέλιμ’ . Άλλ’ πόν’ ήνταν. Λες τσι  η Κστός έπιρνι στου Σταυρό   τσι    τς θκοί μ’  τσ’ πόν’ !»
Δεν έμαθα ποτέ την ακριβή ημερομηνία της γέννησής της. Πάντα γιαγιά και μάνα όταν τις ρωτούσα μου απαντούσαν: « Τι σημασία έχ’ μουρό μ’; Πάσχα ήνταν, Μεγάλη Πέμπτη, τ΄ν μέρα που βάφγιν κότσνα τ’ αυγά».
Σαν μεγάλωσα κι έπρεπε  να δω ημερομηνίες γέννησης, να συμπληρώσω στοιχεία που ζητούσαν δημόσιες υπηρεσίες, να κοιτάξω την ταυτότητά της, έκανα άρνηση να δεχθώ, να εντυπώσω στη μνήμη μου, την ακριβή ημερομηνία της γέννησής της. Για μένα η μάνα μου γεννήθηκε την μέρα που βάφαν οι νοικοκυρές  τα πασχαλινά αυγά, την μέρα που σταυρώθηκε ο Χριστός.  Το βράδυ στην εκκλησιά ένιωθα την κατάνυξη, μα είχα χαρούμενη όψη, τι  σκεφτόμουν   την εικόνα των κόκκινων τριαντάφυλλων της αυλής, την εικόνα της γιαγιάς και της μάνας να χαμογελούν.
Η γέννηση κι ο θάνατος  ήταν για μένα   ανοιξιάτικη υπόθεση. Η γυναίκα γεννούσε αγόγγυστα, το νεογέννητο ερχόταν πεντακάθαρο στον κόσμο, το αίμα δεν συνόδευε τον θάνατο. Κόκκινο χρώμα δεν υπήρχε στη ζωή μου. Το πολύ μια παπαρούνα σπαρμένη στα χωράφια να χαμογελά στα όνειρά μου. Το πολύ δυο κόκκινα χείλη να δίνουν φως, στο φως της άνοιξης.
Τούτες οι σκέψεις ήρθαν σήμερα στο νου, κλείνοντας το βιβλίο του «Άρχοντα της Καρδιάς». Μόλις που τέλειωσα την ανάγνωση του βιβλίου του Ευτύχιου  Βορίδη. Κι είπα τυχαίο δεν είναι παραμονή Μεγάλης Πέμπτης να μιλάω για την ευτυχία της ζωής, να νιώθω «ευτύχιος» κι εγώ που ανατράφηκα σε τούτον δω τον κόσμο. Γιατί τυχαία στη ζωή τα ονόματα δεν είναι, ούτε  τυχαίο είναι  κάπου να χρωστάς τη ζωή σου, ούτε τυχαίο είναι που πραγματικοί άρχοντες είναι οι γιατροί της καρδιάς. Είναι εκείνοι που σε κάνουν να μη φοβάσαι τον θάνατο, μόνο να αγαπάς τη ζωή σε μαθαίνουν.
 Αν είσαι τυχερός και πιστέψεις στους «άρχοντες», σού μαθαίνουν να βγαίνεις νικητής, να προχωράς μπροστά, να παραδέχεσαι πώς ναι κάποτε κι η ζωή έχει ένα τέλος που λέγεται θάνατος, ένα τέλος που δεν μπορείς να το αποφύγεις, ένα τέλος που δεν πρέπει να φοβηθείς. Ένα, όμως, τέλος που δεν πρέπει να γίνει εμμονή. Σού μαθαίνουν πως η μόνη σου στόχευση πρέπει να είναι η ζωή.
Έμαθα να αγαπώ τη ζωή από τη μάνα μου.  Το 1959, τέσσερους χρόνους πριν γεννηθώ,  εγχειρίστηκε από τον Κωνσταντίνο Τούντα  για σθένωση μητροειδούς.  Ήταν από τις πρώτες εγχειρήσεις καρδιάς στην Ελλάδα.  Κι όμως τόλμησε κι έκανε παιδί.  Με έμαθε να ζω  με την πραγματικότητα ενός επικείμενου θανάτου, ενός θανάτου που ποτέ δεν με τρομοκράτησε, ενός θανάτου που θεωρούσε και θεωρούσα φυσιολογική εξέλιξη μιας ζωής που δεν είναι αιώνια. Έζησε 35 ολόκληρα χρόνια μετά την εγχείρησή της, χρόνια που δίδαξε ζωή.
Όπως ζωή διδάσκει κι ο κάθε άρχοντας γιατρός που στέκεται δίπλα στον ασθενή, όπως ζωή  διδάσκει κι  η  αρχόντισσα μάνα που  στέκεται στο προσκεφάλι του παιδιού της. Γιατί η μάνα κι ο γιατρός είναι οι μαχητές της ζωής που γνωρίζουν πως ο θάνατος δεν υπάρχει σαν δεν τον κουβαλάς μέσα σου.




25 Απριλίου 2016

Πρακτικά Έρωτος


Ποίηση Μυρτώς Βαξεβάνη               
    Έκδοση ARS POETICA
                      Δοκιμή προσέγγισης της συλλογής 
                                                      από τον Στρατή Γιαννίκο


Πριν καλά καλά προχωρήσω στην ανάγνωση της ποιητικής συλλογής «Πρακτικά Έρωτος» της Μυρτώς Βαξεβάνη, με προβλημάτιζε ο τίτλος της. Αλήθεια ορίζεται ο έρως; Μπαίνει σε καλούπια; Καταγράφεται σε πρακτικά; Αλήθεια μπορεί να περιγραφεί  στιγμή τη  στιγμή το τρεμούλισμα του φτερωτού θεού; Μπορεί να καταγραφεί ο έρως ως ιδέα κι ο έρως ως πράξη;
Η ανάγνωση της συλλογής απάντησε στα ερωτήματά μου.  Τα «Πρακτικά Έρωτος»  λειτουργούν κι ως καταγραφή πεπραγμένων, αλλά περισσότερο θα ισχυριζόμουν ως  τα βυζαντινά «άκτα», τις επευφημίες δηλαδή των βυζαντινών στον Ιππόδρομο ή και στους δρόμους απ’ όπου περνούσαν οι επίσημοι, στην περίπτωσή μας ο Έρως. Η Μυρτώ λειτουργεί κι ως  βυζαντινή ακτουάριος – πρακτικογράφος των πεπραγμένων του αυτοκράτορος – ρυθμιστού της ζωής Έρωτος, αλλά κι ως μια θεατής που  ακτολογεί,  υμνολογεί,  επευφημεί, δηλαδή,  το διάβα του Έρωτα στις στράτες της ζωής.
Ο ύμνος, ο χαιρετισμός, η χαρά της ζωής. Κι  ο Έρως, ο πανταχού παρόν. Δεν είναι δα τυχαίο ότι στην αρχή των Πρακτικών, μετά την προσήκουσα Επίκληση στη Μούσα, ακολουθεί ΤΟ ΧΑΙΡΕ της Μυρτώς. Το διαχρονικό Χαίρε της Σαπφούς  «Χαίροισα νύμφα, χαιρέτω δ' ο γάμβρος» βρίσκει ανταπόκριση στην ποίηση της Μυρτώς Βαξεβάνη. Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε τον γενέθλιο τόπο   της ποιήτριας των «Πρακτικών», μιας και γεννήθηκε στο νησί της λυρικής ποίησης, στη Λέσβο   της Σαπφούς,  και μάλιστα στην περιοχή της  Γέρας, απ’ όπου κι ο  συγχωριανός της Μυρτώς, ο Οδυσσέας Ελύτης έλκει την   καταγωγική του δύναμη.  
Δεν είναι όμως, η συγγένεια της καταγωγής που κάνει να σκιρτούν τα φυλλοκάρδια και το σκίρτημά τους να γίνεται τραγούδι. Είναι η συγγένεια της ομορφιάς που εγείρει τις αισθήσεις. Ο Ρωμανός ο Μελωδός  ύμνησε τον θείο έρωτα με το «Μυρίσαι το άριστον». Τον Ελύτη  το  «Μυρίσαι το άριστον» τον κάνει να βροντοφωνάξει  «τείνω μ’ όλους μου τους πόρους προς ένα – πώς να το πω; - περιστρεφόμενο, εκθαμβωτικό ευ».  Την Μυρτώ αυτό το ίδιο  αιγαιακό «Μυρίσαι το άριστον» την οδηγεί στο δικό της «εκθαμβωτικό ευ», το «Ενάλιον Ευ» της. Έρχεται επιπλέοντας ανάμεσα στα νικηφόρα ελληνικά, ενάλια ευ , όπου ο έρωτας :

Ελλοχεύει.
Εωθινός και
Έσπερος
κι ωραίος
ως Έλλην
σε γη Αιολική.
…..

Φωνή ελληνική, φωνή ερωτική, θε να μας κοινωνήσει στα άδυτα των ουρανών, ναύκληρους ενός ωραίου ταξιδιού, βάζοντας πλώρη ίσια για τα πέρατα των ουρανών, βίρα προς τα   Αστερούσια:

Έπλευσα στη φωνή σου.
Από ανατολή σ’ ανατολή κολύμπησα.
Ούρια έπνευσα

Εκεί που στ’ ανοιχτά πελάγωνα,
όπου  αχανής ορίζοντας ανάμεσο ουρανού κι αλός,
δυο ήλιοι:
Δώρο – αντίδωρο το σκίαστρο τσ’ αλώς τους.

……………….
Την τέλεια ανάδυση
στου έρωτα την αστερούσια κορυφή
μου τάζουν.


Η ανατολή,  η συνδέουσα την πλεύση με την ούρια του έρωτα πνοή. Ο συνδέον ορίζοντας ανάμεσα ουρανού κι αλός. Είναι να τρελαίνεσαι με την ομορφιά δυο ήλιων, την ομορφιά των στίχων, το παιχνίδισμα του φωτοστέφανου της αγίας θάλασσας  με το φωτοστέφανο των ερωτευμένων κορμιών. Δεν γνωρίζω αν ήταν θεία έμπνευση ή τέχνασμα της ποιήτριας, μα  αυτό το σκίαστρο μας πάει σε άλλον κόσμο, πιο φωτεινό. Πώς να τό εκλάβω :«Κι ως σκίζουν τα άστρα τον ουρανό»;  «Κι ως σκιάζει η άλως των ουρανίων σωμάτων την ύπαρξη» ;  «Κι ως σκια», να το  εννοήσω;
Μία μόνο δεκτή, Απόστροφος, απάντηση στα ερωτήματά μου:

Ατρύγητο το πέλαγο και οι φωνές τους ένα.
Μέγα, ατελεύτητο μυστήριο.

            Με τη  Μυρτώ Βαξεβάνη πλουτίζεται  ο  Υδροφόρος Ορίζοντας της γλώσσας μας ως:

            Νεφέλη που βουτάει βαριά
            κι ύστερα παίρνει να νεάζει.
            Νάμα, νερό και ύδωρ νεαρό.
            ……
            Μιας κι είναι…

            λουόμενη, ρευστή η Ευδαιμονία

            Μιας και η πηγή της ζωής, το θαύμα της ζωής, γεννάται μέσα από το υγρό στοιχείο,  Παρά θίν’ αλός:

            Στο φως το νεαρό της πρώτης αλκυονίδας
            η ώρα ήγγικεν να σμίξει το πλην του κόσμου
με τη δικιά μας την κατάφαση:
την πίστη στο θεόρατο το θαύμα.
……………………………………
Σπέρμα πανκάρπιστο στη σύλληψη του τώρα.
……………………………………
τα λαξεμένα τα φιλιά,
τη μνήμη των αιώνων αιτουμένη.

Αυτό το θαύμα το θεόρατο, το επαναλαμβανόμενο θαύμα:

σαν βάζει σκάλα ο επουράνιος τον πάνδημο να βρει

δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά Συγκ- Ερασμός των στοιχείων της φύσης, με λίγα λόγια απλά ποίηση:

Ποίηση η φύση,
Η φύση σου μαζί με τη δική μου,
Η ύλη η σπουδαία, εκείνη των ονείρων.

Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι η ποίηση :

παρά στο κάτω –κάτω της γραφής
και στο απάνω –πάνω του έρωτα.

Γιατί ποίηση είναι ουράνια έκρηξη  κι  ένδυση ψυχών και σωμάτων με το πανωφόρι του φωτός. Κι ως μας προτρέπει η ποιήτρια, αναμένοντας την Άφιξη του Έρωτα, ας εξαϋλωθούμε, ας γίνουμε φωτοπερίχυστοι, ας ντυθούμε τ’ αστέρια:  

Να εκραγώ σε εκατομμύρια ερωτόνια,
να φτάσω εκεί να σου φορέσω φώσφορο.

Ας μάθουμε, μας παρακινεί, να πετάμε Σαν Ίκαρος,  χωρίς να φοβόμαστε. Την έγνοια μονάχα να ‘χουμε, πως ανάγκη είναι να απλώσουμε τα φτερά μας κι ας λιώσουν. Γιατί ανάγκη είναι να μάθουμε να πετάμε. Χωρίς να τρέμουμε την κάψα του ήλιου:

Μα  ο ήλιος είν’ ο ήλιος.
Πάνω στη φούρια του  να φέξει
σε παίρνει και καμιά υπεριώδης.
Μα πάντα φέγγει,
καταλάμπει,
κι είν’ οι προθέσεις του από φως.

Τον ήλιο- τον έρωτα δεν πρέπει να σκιαζόμαστε. Στο φως πρέπει με πάθος να δινόμαστε. Μα προσοχή στο άκριτο του φωτός δόσιμο, τι μέγα λάθος, Ύβρις, το ξεστράτισμα από την άλω του φωτός :

Τον έρωτα σου μην κερνάς σε άγονα κι άψυχα κορμιά
που δεν θ’ ανθίσουν πυρκαγιά. 

Σέβας στον έρωτα πρέπει, σαν προσκυνάς τον ήλιο.  Άλλως θα ‘ρθει η στιγμή που Μήνις ασθμαίνουσα  θα μετρά το υπερφίαλο του νου, όταν ασθμαίνοντας  θα έρχονται στο μνήμη σου  οι κούφιες ικεσίες :

Ικέτεψα τον κεραυνό.
Αιτήθηκα νεφέλες,
χίλιες λεπίδες αστραπές

Αν  σόφρων  φερθείς του έρωτα- ήλιου – πατέρα  κι όπως του πρέπει   ανταπόκριση τού δώσεις, τότε έρχεται η ανταμοιβή Έσσεται ήμαρ :

Πάραυτα ουδέν κρυπτόν υπό το φως του.
Ω, τα άλκιμα ταξίδια των ακτιδερών του άκρων
…….
Έσσεται ήμαρ.
και νύκτωρ ακόμα
έσσεται ήμαρ.

Η Μυρτώ Βαξεβάνη με τα «Πρακτικά Έρωτος» επιχειρεί,  όπως  η ίδια μας αναφέρει,  στο τελευταίο ποίημα της συλλογής  Άσκηση του άρρητου, να αντιπαλέψει με το άρρητο,  να ιχνογραφήσει τον Θεό, να εξιστορήσει τα θαύματα του κόσμου, να δώσει χώρο στο ά-χωρο και χρόνο στο ά-χρονο.  Διερωτάται:

Μ’ αντιπαλεύει το άρρητο
με νύχια και με δόντια.
Το γέλιο του ξαπλώνει στο χαρτί μου.
Ποια είμαι εγώ, που μες στις λέξεις τις λιανές
να κλείσω βάλθηκα τα θαύματα,
να ιχνογραφήσω τον Θεό;

Η ερώτηση έχει ήδη απαντηθεί με το γέλιο του Θεού, το γέλιο του Έρωτα, το γέλιο του Ήλιου. Ο ήλιος λάμπει πιότερο όταν ο ποιητής συνομιλεί μαζί του, ο έρωτας φωτίζει περισσότερο όταν ο άνθρωπος εγείρεται. 
Κι ο Θεός μάς κλείνει το μάτι γελώντας επαινετικά,  όταν  «Σπέρνονται γλώσσες» στην «Άσκηση του άρρητου».


 

23 Απριλίου 2016

ΑΝΑΓΚΑ κι ΟΙ ΜΗ ΕΧΟΝΤΕΣ ΟΡΕΞΙΝ ... ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ.


`     Όταν ήμουν μικρός ο πατέρας μου με "ανάγκαζε" να διαβάζω στις διακοπές λογοτεχνικά βιβλία. Οι πρώτες σελίδες ήταν από "ανάγκη" να τελειώσω την αγγαρεία. Μετά που γλυκαινόμουν από την υπόθεση των βιβλίων, "ανάγκαζα" τον εαυτό μου να διαβάζει κρυφά από τον πατέρα, μην τυχόν και ρίξω τον εγωισμό μου και παραδεχτώ το λάθος μου στα μάτια των γονιών μου.
Πριν από καιρό μου χάρισε ο γιος μου το βιβλίο του Mario Vitti "ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ Κριτική Μελέτη". Τον ευχαρίστησα, ειδικά για το περιεχόμενο της αφιέρωσης, και του υποσχέθηκα να το ξαναδιαβάσω στις διακοπές του Πάσχα, αφού ήδη το είχα μελετήσει προ αμνημονεύτων ετών. Τελικά οι γονείς επιστρέφουν με τα μάτια των εγγονών.

 Αλλά και των φίλων, θα ισχυριζόμουν, αφού θα "αναγκαστώ" να ξαναδιαβάσω, ελκόμενος από την μαγεία   της πρώτης ανάγνωσης, και τα βιβλία που μού χάρισαν οι φίλοι Στράτος, Ελένη και Μυρτώ. Και συγκεκριμένα τα :  " Υστερόγραφα μιας Διαδρομής" του Στράτου Δουκάκη, "Ο Άρχοντας της Καρδιάς" του Ευτύχιου Βορίδη και "Πρακτικά Έρωτος" της Μυρτώς Βαξεβάνη.

17 Απριλίου 2016

« Κι ο Κάιν μίλησε για αγάπη»


Cain ,Henri Vidal,  
Tuileries Gardens, Paris, 1896
« Κι ο Κάιν μίλησε για αγάπη»

                                             
Στρατής Γιαννίκος


Κι ενώ πλησίαζε στην άκρη της ζωής
Έμαθε πως δίπλα δεν πρέπει να στέκεσαι
 Στον αδελφό
 Τι  «δίπλα», λένε οι σοφοί
 Σημαίνει διπλαρώνω.
Κι  αδελφοσύνη  δεν νογά συμφέρο ατομικό
 Κι εκμετάλλευση του ίδιου κόλπου γέννα.

Τον αδελφό, τον αδελφό
 Μην βάλεις στην καρδιά
Αν η καρδιά  μαύρα κι άραχνα
Χτυπάει.
Μον’ ψάχνε αέναα  γι αδέλφια,
 μυστικά.
Και σώπασε
Όλο τον  κόσμο να χλευάζεις.

Δεν είσαι συ θεός.
Να λες «αυτός είν’ αδελφός»
«Αυτόν μες στην καρδιά μου
Πάντα θα ‘χω»
Τι ο θεός ορίζει  όλο σου το βιος
Κι αδέλφια άπειρα  του Σύμπαντος
Η πλάση  αραδιάζει.

Πάψε λοιπόν αδελφοκτόνα  να μιλάς.
Σκέψου εσένα, άσε τον κόσμο να κυλά.
Σώπασε  Κάιν, Σώπασε
Τρίτη καμπάνα σε λίγο θα βαρά.
Κι είναι τα βάρη του κόσμου μύρια όσα.

Σώπασε Κάιν.
Τα φώτα σβήνουν.
Βγαίνεις στη σκηνή.
Σβήσε το φως σου Κάιν.
Σκοτάδι Κάιν.
Σκότωσε τον παλιό σου εαυτό.
Ποίησε ήθος. Ποίησε φως.

Τα φώτα σβήνουν.
Σώπασε Κάιν.
Ήρθε η στιγμή.
Βγαίνεις στη σκηνή.
Για αγάπη, τώρα, πρέπει να μιλάς.

Στο τρίτο χτύπημα.
Στο τρίτο καμπανάκι.
Ανέβλεψε ήρωά μου.
Κοίτα ψηλά, πολύ ψηλά.

Κι ο Κάιν εσπάραξε
Κι ο  Κάιν είδε φως. 
Κι είπε "δεν είμαι μοναχός".
"Ούτ΄ έχω αδελφό".
Ήρθη  ο Κάιν.
Ανέβλεψε και είδε φως.
 Κι ο Κάιν μίλησε ...για αγάπη 

10 Απριλίου 2016

Ο ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ και ΟΙ ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΠΡΟΟΠΤΟΥ


1979 πρέπει να ήταν. Ήμουν μαθητής στο 8ο Λύκειο, όταν ο καθηγητής της Φυσικής – Καρδαμίτσης νομίζω λεγόταν- έγραφε στον πίνακα συναρτήσεις φυσικής κι εγώ έγραφα στο τετράδιο μου τους στίχους « Κάνε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός».  
Ο καθηγητής ήταν πολύ αυστηρός, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Έρχεται ξαφνικά από πάνω μου και με ρωτάει : « Τι γράφεις εκεί Γιαννίκο;». Πάγωσα! Περίμενα να με βγάλει έξω από την αίθουσα και να πάρω απουσία. Κοιτάζει το τετράδιο, διαβάζει τους στίχους, με παρατηρεί βλοσυρά και αρχίζουν απανωτές οι ερωτήσεις : «Κάνε υπομονή, ε;» «Κάνε υπομονή, ε;» «Με το μάθημά μου υπομονή; Κι εγώ τι να κάνω ο καημένος;». «Ρε, εσύ τους έγραψες τους στίχους;» « Όχι, κύριε του απάντησα». «Δεν μπορεί, εσύ τους έγραψες»  επανέλαβε.  Εγώ επέμενα « Όχι κύριε».
Πάνω που πήγε να με πιάσει κρύος ιδρώτας, ξαφνικά αλλάζει διάθεση  βάζει  το πιο ωραίο του πλατύ  χαμόγελο  και με ρωτάει: « Σου αρέσουν ρε, οι στίχοι». «Μάλιστα κύριε του απάντησα» κι ευθύς με χτυπάει στην πλάτη και μού λέει : «Αυτή τη φορά στη χάρισα. Τη γλίτωσες. Πρόσεξε την άλλη φορά δεν θα σε γλιτώσει ο στιχουργός». Παραξενεύτηκα δεν μπορούσα να εξηγήσω τη συμπεριφορά του.
Ο Καρδαμίτσης, όμως, γνώριζε. Ο Καρδαμίτσης εκείνη την ώρα ζούσε μια μαγική, ποιητική στιγμή. Έπαιζε θέατρο με έναν απόντα στιχουργό, τον Αλέκο Σακελλάριο, που κάποτε είχε καθίσει στα ίδια θρανία του 8ου Γυμνασίου.
 Έπαιζε θέατρο και με έναν ανίδεο μαθητή που σαράντα περίπου χρόνια αργότερα, μια Κυριακή 9 του Απρίλη του 2016, παρακολουθώντας την εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου, την αφιερωμένη στον Αλέκο Σακελλάριο, μάθαινε  το όνομα του στιχουργού, μάθαινε πως ένας στίχος έχει τη δύναμη να ανατρέψει τους νόμους της φυσικής και τις συναρτήσεις τους.
 Μάθαινε  πως  οι κόμβοι της μνήμης ελευθερώνονται  από τις συμπτώσεις του απρόοπτου.
Στρατής Γιαννίκος