25 Απριλίου 2016

Πρακτικά Έρωτος


Ποίηση Μυρτώς Βαξεβάνη               
    Έκδοση ARS POETICA
                      Δοκιμή προσέγγισης της συλλογής 
                                                      από τον Στρατή Γιαννίκο


Πριν καλά καλά προχωρήσω στην ανάγνωση της ποιητικής συλλογής «Πρακτικά Έρωτος» της Μυρτώς Βαξεβάνη, με προβλημάτιζε ο τίτλος της. Αλήθεια ορίζεται ο έρως; Μπαίνει σε καλούπια; Καταγράφεται σε πρακτικά; Αλήθεια μπορεί να περιγραφεί  στιγμή τη  στιγμή το τρεμούλισμα του φτερωτού θεού; Μπορεί να καταγραφεί ο έρως ως ιδέα κι ο έρως ως πράξη;
Η ανάγνωση της συλλογής απάντησε στα ερωτήματά μου.  Τα «Πρακτικά Έρωτος»  λειτουργούν κι ως καταγραφή πεπραγμένων, αλλά περισσότερο θα ισχυριζόμουν ως  τα βυζαντινά «άκτα», τις επευφημίες δηλαδή των βυζαντινών στον Ιππόδρομο ή και στους δρόμους απ’ όπου περνούσαν οι επίσημοι, στην περίπτωσή μας ο Έρως. Η Μυρτώ λειτουργεί κι ως  βυζαντινή ακτουάριος – πρακτικογράφος των πεπραγμένων του αυτοκράτορος – ρυθμιστού της ζωής Έρωτος, αλλά κι ως μια θεατής που  ακτολογεί,  υμνολογεί,  επευφημεί, δηλαδή,  το διάβα του Έρωτα στις στράτες της ζωής.
Ο ύμνος, ο χαιρετισμός, η χαρά της ζωής. Κι  ο Έρως, ο πανταχού παρόν. Δεν είναι δα τυχαίο ότι στην αρχή των Πρακτικών, μετά την προσήκουσα Επίκληση στη Μούσα, ακολουθεί ΤΟ ΧΑΙΡΕ της Μυρτώς. Το διαχρονικό Χαίρε της Σαπφούς  «Χαίροισα νύμφα, χαιρέτω δ' ο γάμβρος» βρίσκει ανταπόκριση στην ποίηση της Μυρτώς Βαξεβάνη. Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε τον γενέθλιο τόπο   της ποιήτριας των «Πρακτικών», μιας και γεννήθηκε στο νησί της λυρικής ποίησης, στη Λέσβο   της Σαπφούς,  και μάλιστα στην περιοχή της  Γέρας, απ’ όπου κι ο  συγχωριανός της Μυρτώς, ο Οδυσσέας Ελύτης έλκει την   καταγωγική του δύναμη.  
Δεν είναι όμως, η συγγένεια της καταγωγής που κάνει να σκιρτούν τα φυλλοκάρδια και το σκίρτημά τους να γίνεται τραγούδι. Είναι η συγγένεια της ομορφιάς που εγείρει τις αισθήσεις. Ο Ρωμανός ο Μελωδός  ύμνησε τον θείο έρωτα με το «Μυρίσαι το άριστον». Τον Ελύτη  το  «Μυρίσαι το άριστον» τον κάνει να βροντοφωνάξει  «τείνω μ’ όλους μου τους πόρους προς ένα – πώς να το πω; - περιστρεφόμενο, εκθαμβωτικό ευ».  Την Μυρτώ αυτό το ίδιο  αιγαιακό «Μυρίσαι το άριστον» την οδηγεί στο δικό της «εκθαμβωτικό ευ», το «Ενάλιον Ευ» της. Έρχεται επιπλέοντας ανάμεσα στα νικηφόρα ελληνικά, ενάλια ευ , όπου ο έρωτας :

Ελλοχεύει.
Εωθινός και
Έσπερος
κι ωραίος
ως Έλλην
σε γη Αιολική.
…..

Φωνή ελληνική, φωνή ερωτική, θε να μας κοινωνήσει στα άδυτα των ουρανών, ναύκληρους ενός ωραίου ταξιδιού, βάζοντας πλώρη ίσια για τα πέρατα των ουρανών, βίρα προς τα   Αστερούσια:

Έπλευσα στη φωνή σου.
Από ανατολή σ’ ανατολή κολύμπησα.
Ούρια έπνευσα

Εκεί που στ’ ανοιχτά πελάγωνα,
όπου  αχανής ορίζοντας ανάμεσο ουρανού κι αλός,
δυο ήλιοι:
Δώρο – αντίδωρο το σκίαστρο τσ’ αλώς τους.

……………….
Την τέλεια ανάδυση
στου έρωτα την αστερούσια κορυφή
μου τάζουν.


Η ανατολή,  η συνδέουσα την πλεύση με την ούρια του έρωτα πνοή. Ο συνδέον ορίζοντας ανάμεσα ουρανού κι αλός. Είναι να τρελαίνεσαι με την ομορφιά δυο ήλιων, την ομορφιά των στίχων, το παιχνίδισμα του φωτοστέφανου της αγίας θάλασσας  με το φωτοστέφανο των ερωτευμένων κορμιών. Δεν γνωρίζω αν ήταν θεία έμπνευση ή τέχνασμα της ποιήτριας, μα  αυτό το σκίαστρο μας πάει σε άλλον κόσμο, πιο φωτεινό. Πώς να τό εκλάβω :«Κι ως σκίζουν τα άστρα τον ουρανό»;  «Κι ως σκιάζει η άλως των ουρανίων σωμάτων την ύπαρξη» ;  «Κι ως σκια», να το  εννοήσω;
Μία μόνο δεκτή, Απόστροφος, απάντηση στα ερωτήματά μου:

Ατρύγητο το πέλαγο και οι φωνές τους ένα.
Μέγα, ατελεύτητο μυστήριο.

            Με τη  Μυρτώ Βαξεβάνη πλουτίζεται  ο  Υδροφόρος Ορίζοντας της γλώσσας μας ως:

            Νεφέλη που βουτάει βαριά
            κι ύστερα παίρνει να νεάζει.
            Νάμα, νερό και ύδωρ νεαρό.
            ……
            Μιας κι είναι…

            λουόμενη, ρευστή η Ευδαιμονία

            Μιας και η πηγή της ζωής, το θαύμα της ζωής, γεννάται μέσα από το υγρό στοιχείο,  Παρά θίν’ αλός:

            Στο φως το νεαρό της πρώτης αλκυονίδας
            η ώρα ήγγικεν να σμίξει το πλην του κόσμου
με τη δικιά μας την κατάφαση:
την πίστη στο θεόρατο το θαύμα.
……………………………………
Σπέρμα πανκάρπιστο στη σύλληψη του τώρα.
……………………………………
τα λαξεμένα τα φιλιά,
τη μνήμη των αιώνων αιτουμένη.

Αυτό το θαύμα το θεόρατο, το επαναλαμβανόμενο θαύμα:

σαν βάζει σκάλα ο επουράνιος τον πάνδημο να βρει

δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά Συγκ- Ερασμός των στοιχείων της φύσης, με λίγα λόγια απλά ποίηση:

Ποίηση η φύση,
Η φύση σου μαζί με τη δική μου,
Η ύλη η σπουδαία, εκείνη των ονείρων.

Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι η ποίηση :

παρά στο κάτω –κάτω της γραφής
και στο απάνω –πάνω του έρωτα.

Γιατί ποίηση είναι ουράνια έκρηξη  κι  ένδυση ψυχών και σωμάτων με το πανωφόρι του φωτός. Κι ως μας προτρέπει η ποιήτρια, αναμένοντας την Άφιξη του Έρωτα, ας εξαϋλωθούμε, ας γίνουμε φωτοπερίχυστοι, ας ντυθούμε τ’ αστέρια:  

Να εκραγώ σε εκατομμύρια ερωτόνια,
να φτάσω εκεί να σου φορέσω φώσφορο.

Ας μάθουμε, μας παρακινεί, να πετάμε Σαν Ίκαρος,  χωρίς να φοβόμαστε. Την έγνοια μονάχα να ‘χουμε, πως ανάγκη είναι να απλώσουμε τα φτερά μας κι ας λιώσουν. Γιατί ανάγκη είναι να μάθουμε να πετάμε. Χωρίς να τρέμουμε την κάψα του ήλιου:

Μα  ο ήλιος είν’ ο ήλιος.
Πάνω στη φούρια του  να φέξει
σε παίρνει και καμιά υπεριώδης.
Μα πάντα φέγγει,
καταλάμπει,
κι είν’ οι προθέσεις του από φως.

Τον ήλιο- τον έρωτα δεν πρέπει να σκιαζόμαστε. Στο φως πρέπει με πάθος να δινόμαστε. Μα προσοχή στο άκριτο του φωτός δόσιμο, τι μέγα λάθος, Ύβρις, το ξεστράτισμα από την άλω του φωτός :

Τον έρωτα σου μην κερνάς σε άγονα κι άψυχα κορμιά
που δεν θ’ ανθίσουν πυρκαγιά. 

Σέβας στον έρωτα πρέπει, σαν προσκυνάς τον ήλιο.  Άλλως θα ‘ρθει η στιγμή που Μήνις ασθμαίνουσα  θα μετρά το υπερφίαλο του νου, όταν ασθμαίνοντας  θα έρχονται στο μνήμη σου  οι κούφιες ικεσίες :

Ικέτεψα τον κεραυνό.
Αιτήθηκα νεφέλες,
χίλιες λεπίδες αστραπές

Αν  σόφρων  φερθείς του έρωτα- ήλιου – πατέρα  κι όπως του πρέπει   ανταπόκριση τού δώσεις, τότε έρχεται η ανταμοιβή Έσσεται ήμαρ :

Πάραυτα ουδέν κρυπτόν υπό το φως του.
Ω, τα άλκιμα ταξίδια των ακτιδερών του άκρων
…….
Έσσεται ήμαρ.
και νύκτωρ ακόμα
έσσεται ήμαρ.

Η Μυρτώ Βαξεβάνη με τα «Πρακτικά Έρωτος» επιχειρεί,  όπως  η ίδια μας αναφέρει,  στο τελευταίο ποίημα της συλλογής  Άσκηση του άρρητου, να αντιπαλέψει με το άρρητο,  να ιχνογραφήσει τον Θεό, να εξιστορήσει τα θαύματα του κόσμου, να δώσει χώρο στο ά-χωρο και χρόνο στο ά-χρονο.  Διερωτάται:

Μ’ αντιπαλεύει το άρρητο
με νύχια και με δόντια.
Το γέλιο του ξαπλώνει στο χαρτί μου.
Ποια είμαι εγώ, που μες στις λέξεις τις λιανές
να κλείσω βάλθηκα τα θαύματα,
να ιχνογραφήσω τον Θεό;

Η ερώτηση έχει ήδη απαντηθεί με το γέλιο του Θεού, το γέλιο του Έρωτα, το γέλιο του Ήλιου. Ο ήλιος λάμπει πιότερο όταν ο ποιητής συνομιλεί μαζί του, ο έρωτας φωτίζει περισσότερο όταν ο άνθρωπος εγείρεται. 
Κι ο Θεός μάς κλείνει το μάτι γελώντας επαινετικά,  όταν  «Σπέρνονται γλώσσες» στην «Άσκηση του άρρητου».


 

Δεν υπάρχουν σχόλια: