Ποτέ
δεν είχα προτίμηση στο κόκκινο χρώμα.
Ένιωθα παγερά αδιάφορος στη θέα του. Τούτες όμως τις ώρες, βράδυ Μεγάλης Τετάρτης, λίγο πριν το ρολόι
σημάνει δώδεκα, όλα τα βλέπω κόκκινα, χαρούμενα, ζωηρά. Δεν νιώθω τίποτα από τη
θλίψη που ακολουθεί τη Μεγάλη Βδομάδα. Οι στοχασμοί μου πάνε πίσω, χρόνια
πολλά. Θυμάμαι, την άνοιξη των παιδικών μου χρόνων, μετρώ όμορφες αναμνήσεις,
ανασαίνω έναν αγέρα που πια δεν υπάρχει.
Πρωινό
Μεγάλης Πέμπτης. Το κάθε ανοιξιάτικο πρωινό των παιδικών μου χρόνων ήταν που
ανάμεσα στις τριανταφυλλιές, τα γιασεμιά και τους κρίνους της αυλής μας άκουγα
τη γιαγιά Ελένη να μού διηγείται την ίδια πάντα ιστορία. Το πρόσωπό της έλαμπε,
η χαρά της δεν μπορούσε να κρυφτεί. Η μητέρα μου η Χιόνα – Κατερίνα
κρυφογελούσε στην κουζίνα. Όση ώρα η
μητέρα έβαφε κόκκινα τα αυγά, τα πασχαλινά,
η ευτυχία έβαφε κόκκινα τα πρόσωπά μας.
« Μεγάλη Πέμπτη μωρέλλιμ’
γέννσα τ’ν μάνα σ’ !
Μεγάλη Πέμπτη, την ώρα που
έβαφα τα αυγά με πιάσαν οι πόνοι.
Μα δεν ήταν πόνοι γέννας μουρέλιμ’
. Άλλ’ πόν’ ήνταν. Λες τσι η Κστός
έπιρνι στου Σταυρό τσι τς
θκοί μ’ τσ’ πόν’ !»
Δεν
έμαθα ποτέ την ακριβή ημερομηνία της γέννησής της. Πάντα γιαγιά και μάνα όταν
τις ρωτούσα μου απαντούσαν: « Τι σημασία
έχ’ μουρό μ’; Πάσχα ήνταν, Μεγάλη Πέμπτη, τ΄ν μέρα που βάφγιν κότσνα τ’ αυγά».
Σαν
μεγάλωσα κι έπρεπε να δω ημερομηνίες
γέννησης, να συμπληρώσω στοιχεία που ζητούσαν δημόσιες υπηρεσίες, να κοιτάξω
την ταυτότητά της, έκανα άρνηση να δεχθώ, να εντυπώσω στη μνήμη μου, την ακριβή
ημερομηνία της γέννησής της. Για μένα η μάνα μου γεννήθηκε την μέρα που βάφαν
οι νοικοκυρές τα πασχαλινά αυγά, την
μέρα που σταυρώθηκε ο Χριστός. Το βράδυ
στην εκκλησιά ένιωθα την κατάνυξη, μα είχα χαρούμενη όψη, τι σκεφτόμουν την
εικόνα των κόκκινων τριαντάφυλλων της αυλής, την εικόνα της γιαγιάς και της
μάνας να χαμογελούν.
Η
γέννηση κι ο θάνατος ήταν για μένα ανοιξιάτικη υπόθεση. Η γυναίκα γεννούσε
αγόγγυστα, το νεογέννητο ερχόταν πεντακάθαρο στον κόσμο, το αίμα δεν συνόδευε
τον θάνατο. Κόκκινο χρώμα δεν υπήρχε στη ζωή μου. Το πολύ μια παπαρούνα
σπαρμένη στα χωράφια να χαμογελά στα όνειρά μου. Το πολύ δυο κόκκινα χείλη να
δίνουν φως, στο φως της άνοιξης.
Τούτες
οι σκέψεις ήρθαν σήμερα στο νου, κλείνοντας το βιβλίο του «Άρχοντα της Καρδιάς».
Μόλις που τέλειωσα την ανάγνωση του βιβλίου του Ευτύχιου Βορίδη. Κι είπα τυχαίο δεν είναι παραμονή
Μεγάλης Πέμπτης να μιλάω για την ευτυχία της ζωής, να νιώθω «ευτύχιος» κι εγώ
που ανατράφηκα σε τούτον δω τον κόσμο. Γιατί τυχαία στη ζωή τα ονόματα δεν
είναι, ούτε τυχαίο είναι κάπου να χρωστάς τη ζωή σου, ούτε τυχαίο είναι
που πραγματικοί άρχοντες είναι οι γιατροί της καρδιάς. Είναι εκείνοι που σε
κάνουν να μη φοβάσαι τον θάνατο, μόνο να αγαπάς τη ζωή σε μαθαίνουν.
Αν είσαι τυχερός και πιστέψεις στους
«άρχοντες», σού μαθαίνουν να βγαίνεις νικητής, να προχωράς μπροστά, να
παραδέχεσαι πώς ναι κάποτε κι η ζωή έχει ένα τέλος που λέγεται θάνατος, ένα
τέλος που δεν μπορείς να το αποφύγεις, ένα τέλος που δεν πρέπει να φοβηθείς.
Ένα, όμως, τέλος που δεν πρέπει να γίνει εμμονή. Σού μαθαίνουν πως η μόνη σου
στόχευση πρέπει να είναι η ζωή.
Έμαθα
να αγαπώ τη ζωή από τη μάνα μου. Το
1959, τέσσερους χρόνους πριν γεννηθώ, εγχειρίστηκε από τον Κωνσταντίνο Τούντα για σθένωση μητροειδούς. Ήταν από τις πρώτες εγχειρήσεις καρδιάς στην
Ελλάδα. Κι όμως τόλμησε κι έκανε
παιδί. Με έμαθε να ζω με την πραγματικότητα ενός επικείμενου
θανάτου, ενός θανάτου που ποτέ δεν με τρομοκράτησε, ενός θανάτου που θεωρούσε
και θεωρούσα φυσιολογική εξέλιξη μιας ζωής που δεν είναι αιώνια. Έζησε 35
ολόκληρα χρόνια μετά την εγχείρησή της, χρόνια που δίδαξε ζωή.
Όπως
ζωή διδάσκει κι ο κάθε άρχοντας γιατρός που στέκεται δίπλα στον ασθενή, όπως
ζωή διδάσκει κι η αρχόντισσα μάνα που στέκεται στο προσκεφάλι του παιδιού της. Γιατί
η μάνα κι ο γιατρός είναι οι μαχητές της ζωής που γνωρίζουν πως ο θάνατος δεν
υπάρχει σαν δεν τον κουβαλάς μέσα σου.