27 Αυγούστου 2021

Στον Γάιο Πάνκαρπο

                                              Στρατῆς Γιαννῖκος

Οι μεγάλοι μάζευαν τις ελιές, οι μεγάλοι πότιζαν και τσάπιζαν τα περβόλια. Όποτε το ‘φερνε ο καιρός, έπρεπε κι οι μικροί να ακολουθούν, να πηγαίνουν στα χωράφια. Να μάθουν σιγά σιγά το πως δουλεύεται η γης. Και σαν μεγαλώσουν να πάρουν τη θέση του γονιού.

Σαν από μικρός έμπαινες στη δούλεψη του χωραφιού, μπορεί στην αρχή να σου φαίνονταν  βαρετό, αργότερα σκληρό, μα σαν πέρναγαν τα χρόνια και μάθαινες  τα μυστικά που κρύβει η γης, τότες δεν έλεγες να την εγκαταλείψεις, μιας κι είχες γίνει ένα μ’ αυτήν.  Η γη γίνεται χρόνο με το χρόνο και μάνα κι αγαπητικιά. Την έχεις δει να λάμπει με ψηλωμένο  τον ήλιο  στον ουρανό, την έχεις πιεί με τη βροχή, γυμνή την αντίκρισες το κατακαλόκαιρο, πλουμισμένη με χρώματα και μυρωδιές τον Μάη. Τούτη είναι που σε βυζαίνει ζωή, τούτη είναι που σε αναπαύει στον ίσκιο των δέντρων της.

Κι αν περάσουν τα χρόνια  και φύγεις μακριά της, ποτέ δεν την ξεχνάς. Όπως βλασταίνουν τα δέντρα και καρπίζουν τα χωράφια, έτσι κι εσύ ένα μ’ αυτήν έχεις γενεί. Ο σπόρος που έχει ριχτεί στο είναι σου… βλασταίνει. Ανθίζει την άνοιξη και  κρύβεται στα βάθη της τους κρύους χειμώνες. Έχει ποτιστεί ετούτος ο σπόρος μ’ αναμνήσεις και κάποτε σκάει, από –γειώνεται  και σε φωνάζει «γύρνα πίσω». Αυτό το «γύρνα πίσω», το «επέστρεφε» είναι ένα κάλεσμα που δεν μπορείς να αγνοήσεις.

Μικρός σαν ήμουνα ακολουθούσα τον πατέρα στα χωράφια. Το καλοκαίρι παρατηρούσα τις αυλακιές στο περιβόλι μας, το πώς έφτιαχνε τους όχτους, το πώς προστάτευε τους κορμούς των δέντρων από τη νεροφαγιά.  Το φθινόπωρο γυρνάγαμε στα λιοκτήματα. Δεν μπορώ να πω πώς μ’ ενθουσίαζαν τα λιόδεντρα. Μα σαν πηγαίναμε στην Δρόμα ένα δέος, ένας απέραντος θαυμασμός  μ’ έπιανε σαν σήκωνα το κεφάλι να δω ως που φτάνουν τα κλαδιά της μοδούσας, της ολόκαρπης ελιάς μας. Ήταν ευλογημένη τούτη η ελιά. Να ήτανε ο ποταμός της Δρόμας που κατέβαινε απ’ τους Αγίους Αναργύρους που την πλούτιζε με καρπούς, ποιος ξέρει;

Λίγα λεπτά δρόμο πιο μακριά από την πάνκαρπη μοδούσα μας ήταν το ξωκλήσι της  Παναγιούδας του Ψύρρα. Αρχαίες κολόνες, σκορπισμένα μάρμαρα, ένα πηγάδι δίπλα στην εκκλησιά και μερικά μικρά αμπελοχώραφα μαρτυρούσαν πως τούτος ο τόπος παλιά έσφυζε από ζωή. Γιατί όπου νερό και  ζωντάνια. Δεν είναι τυχαίο ότι όπου πηγή νερού, όπου ένα μικρό ρέμα, ένα ποτάμι κι οι άνθρωποι από τα αρχαία ακόμη χρόνια να τιμούν τον Θεό, να υμνούν το νερό!





Αχ, αυτά τα άγια νερά! Αχ, αυτά τα άγια ποτάμια! Εκεί χωρίς να το γνωρίζω έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δίπλα στην Παναγιούδα φροντίζαμε ένα μικρό κτήμα της αδερφής του πατέρα μου, της θείας Άννας της αμερικάνας. Δυο τρεις φορές   το είχα επισκεφθεί με τον πατέρα μου, σαν  ήμουνα μικρός. Και πάντα η ίδια μαγική ιεροτελεστία. Ο πατέρας σαν να  γινόταν άλλος. Δεν ξέρω αν άλλαζε συνειδητά ρόλο ή αν πράγματι γινόταν έναν μύστης του ιερού. Δεν βιαζόταν ως συνήθως, να ελέγξει το κτήμα, να δει αν τα σύρματα κι οι πάσσαλοι ήταν στην θέση τους, να ελέγξει αν έχουν καρπίσει τα δέντρα, να καθαρίσει τα αγριόχορτα, να βιαστεί να γυρίσει στο χωριό πριν βασιλέψει ο ήλιος. Οι κινήσεις του αργές, τα λόγια λίγα, μετρημένα, η χροιά της φωνής σοβαρή, μα όχι απόκοσμη. Μού έδειχνε τις αρχαίες κολόνες, μού έλεγε πως τούτες δω τις χτίσανε πενήντα-εκατό γενιές πριν από εμάς και γράψανε στα μάρμαρα μηνύματα να τους θυμόμαστε, να θυμόμαστε τους αγίους, την καρπερή γη και τα γεννήματά της. Μ’ έπαιρνε από το χέρι και μου έδειχνε το αρχαίο εντοιχισμένο στην εκκλησιά μάρμαρο.

_Διάβασε ετούτο το γράμμα.

_Δέλτα του απαντούσα.

_Το  επόμενο …

       _ Γιώτα

Κι ακολουθούσαν ακόμη δυο τρία για να φθάσουμε στο συμπέρασμα:

          Τούτος ο τόπος είναι ιερός. Εδώ γεννήθηκαν τα πρώτα γράμματα, γράμματα ελληνικά.  Εδώ ζήσαν χρόνους και χρόνους οι πρόγονοί μας.

 

Περνάγαν τα χρόνια, μεγάλωνα, μα τούτα τα λόγια είχαν μπολιαστεί για τα καλά μέσα μου. Βλέπεις τα πρώτα γράμματα δεν τα ξεχνάς ποτέ. Πέρναγα συχνά από κεντρικό δρόμο που σε βγάζει από τα χωριά μας στον κάμπο και μετά στη θάλασσα. Κι έλεγα πάντα θα λοξοδρομήσω και θα περπατήσω 150-200 μέτρα για να πάω στο αγαπημένο μου ξωκλήσι. Πάντα αμελούσα. Ίσως συνειδητά. Ίσως από εγωισμό μιας και επί  τριανταπέντε χρόνια δάσκαλος, εγώ ο σοφολογιότατος, δεν τολμούσα να αντικρύσω το  καθρέφτισμα του αρχαίου μαρμάρου. Ίσως  γιατί έπρεπε βαρύ να δώσω όρκο σε τούτο το μάρμαρο πως πιστός θε να είμαι στις ορμήνειες του.

Φέτος ήταν που τόλμησα να αντικρύσω ξανά την παλιά εκκλησιά. Φέτος ήταν που τόλμησα να διαβάσω ολόκληρη την επιγραφή:

Γϊος Κο[λι]ος Πνκαρπος

θε Διονσ κα τος ν τ τπ μσταις

νθηκε τ ερν

κα τν πρ ατο τπον.

          Τούτος ο παλιός πρόγονος μ’ έμαθε τα πρώτα μου γράμματα. Ο Πάνκαρπος ήταν που μ’ έμαθε ότι τα γεννήματα πεθαίνουν, μα και  τα γεννήματα ανασταίνονται. Τι φυτά, τι ζώα, τι άνθρωποι να πιουν πρέπει από τα αείρροα της φύσης ποτάμια, να ξεδιψάσουν από τα αρχαία πηγάδια και να γράψουν, να χαράξουν  στα μάρμαρα των ξωκλησιών μας την αλφαβήτα του τόπου μας. Να τα έβρουν   κι αυτά οι αυριανοί μαθητάδες και δάσκαλοι   και να τα διαλαλούνε ως νέοι μύστες στις γενιές που θ’ ακολουθήσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: