Στρατῆς Γιαννῖκος
Ωραίοι άνθρωποι ζούσαν στη γειτονιά μου! Άνθρωποι αγνοί,
άκακοι, αυθεντικοί. Ολημερίς δούλευαν τη γης να καρπίσει, πάσχισαν να
μεγαλώσουν τα φυτά τους, να θρέψουν τις φαμίλιες και τα γεννήματά τους.
Ο
Στρατής, ο μεγάλος του γιος, δεν τον
φοβόταν τον θάνατο, τον χλεύαζε καθημερινά, πίστευε πως «όσο είσαι ζωντανός, εκείνος δεν υπάρχει, κι όταν εσύ δεν θα υπάρχεις
δεν έχει νόημα να τον φοβάσαι». Πρωταπριλιά του 2010 ήταν που είπε να αστειευθεί
με τους χωριανούς του. Αποβραδίς σφαλεί τον καφενέ του και πάει ήσυχος να
κοιμηθεί στο σπίτι του. Σηκώνεται αξημέρωτα και τοιχοκολλεί στον πλάτανο της
αγοράς, μπροστά από τον καφενέ ένα αγγελτήριο του θανάτου του. Τα γνωστά «τον πολυαγαπημένο μας Ευστράτιο … Παρασκευή 2 Απριλίου 2010 …
κηδεύομε… οι τεθλιμμένοι συγγενείς». Σαν ξύπνησαν οι χωριανοί, βουβοί
διάβαζαν τα περί θανάτου κι αφού ξεπέρναγαν το ξάφνιασμα της αγγελίας,
καθόντουσαν στις καρέκλες έξω από τον
καφενέ του κι έκλαιγαν τον πεθαμένο.
Κατά τις δέκα εμφανίζεται ο Στρατής καμαρωτός,
καμαρωτός. Ο κόσμος έμεινε άφωνος.
«Τι έγινε ρε παιδιά; Πρωταπριλιά είναι σήμερα.
Άντι τσι τ’ χρόν’
ζουντανοί!»
Αλληλοκοιταζόντουσαν με βλέμματα απορίας. Δεν
ξέραν να γελάσουν, να μην γελάσουν, να νευριάσουν, να μην νευριάσουν, να τον
βρίσουν, να τον αγκαλιάσουν; Τα νέα κυκλοφορήσαν στο χωριό. «Ο πεθαμένος ζει»
.
Μάρτης 2021, ίσα που μπήκε η άνοιξη Στρατή και άλλαξες
δρόμο. Παραμονές πρωταπριλιάς Στρατή. Αλήθεια εκεί ψηλά, τι μαθές σκαρφίζεσαι για τούτη την
πρωταπριλιά; Πιστεύω πως κάτι πάλι θα βρεις να ξεγελάσεις τα ασκέρια του
θανάτου.
*μπεχτσής = αγροφύλακας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου