Στρατῆς Γιαννῖκος
Παραμονές τῆς ἐπετείου τοῦ ΟΧΙ.Ἡ γωνία στό
τρίστρατο τῆς Πέτρου Ράλλη εἶχε ντυθεῖ στά γαλάζια. Μικρές σημαῖες, μεγάλες
σημαῖες, ἑλληνικές. Περιεργάζομαι τό μέγεθος. Μιά μικρή τσιγγανοπούλα μέ
πλησιάζει. Ἦταν δέν ἦταν 8-9 χρονῶν. Ὥρα σχολείου, μά γιά το κορίτσι δέν ὑπῆρχε
μέρα σχολειοῦ καί μέρα σχόλης.
-Πόσο κοστίζουν οἱ σημαῖες;
-Εἴκοσι εὐρώ μέ τό
κοντάρι.
-Χωρίς τό κοντάρι;
-Δεκαπέντε!
-Κι ἄν πάρω δύο;
Πιό πέρα ἡ νεαρή μητέρα της κάτω ἀπό τόν ἴσκιο τοῦ δέντρου τῆς πλατείας ταΐζε τόν ὀχτώ μηνῶν γιό της μέ τήν
δεκατιανή κρέμα. Τό παζάρι τῆς σημαίας ἔκλεισε στά δώδεκα εὐρώ.
-
Ἄχ, μοῦ
κάνεις σεφτέ μέ πενηντάρικο! Δύο λεπτά νά βρῶ ψιλά.
Ἡ μάνα πετάχτηκε εἴκοσι μέτρα πιό κάτω, στό κοντινό περίπτερο, λέγοντας στήν
κόρη της:
-
Πρόσεχε τόν
Ταξιάρχη. Κάτω ἀπ’ τόν ἴσκιο νά τόν φυλᾶς!
Σάν γύρισε τήν ρωτῶ:
-
Ἔχεις πάει
ποτέ στόν Ταξιάρχη;
-
Ἄχ, ὁ
Ταξιάρχης. Κάθε χρόνο ἐπισκεπτόμαστε τό μοναστήρι στόν Μανταμάδο. Ἐκεῖ βάφτισα τόν
γιό μου. Ἕξι χρόνια εἶχα νά πιάσω παιδί καί προσευχήθηκα στόν Ἅγιο.
Ἡ ἀνάγκη μέ ὁδήγησε νά ψάχνω τήν τελευταῖα στιγμή
μιά σημαία. «Ἕνα ἄλογο τό βασίλειό μου,
γιά ἕνα ἄλογο», πού θα ἔλεγε κι ὁ βασιλιάς Ριχάρδος. Τότε ἔμαθα πόσο ἄλογος
ἤμουν. Τήν λογική δέν τή βρίσκεις στά ὀμορφοντυμένα λόγια τοῦ δασκάλου. Δέν τήν
βρίσκεις στά στοιχημένα τῆς τάξης θρανία. Τήν βρίσκεις στήν ἀγορά. Στήν ἀνάγκη. Εἶναι σκληρή ἡ ἀγορά. Μά, εἶναι
σκληρή και ἡ ἀλήθεια.
Μέ, τί ἄραγε ἀντισταθμίζεται ἡ σκληράδα; Μά, μέ
την ἀνθρωπιά!
Πῆρα τή σημαία, μαζί κι ἕνα χαμόγελο. Πῆρα τό
μάθημά μου, ἐγώ ὁ σοφός, ὁ Ἕλληνας, ὁ θρῆσκος, ὁ πατριώτης, ὁ δάσκαλος. Ἕνα
μικρό χαμογελαστό τσιγγανάκι, πού ἀμφιβάλλω ἄν κάθισε ποτέ στό θρανίο, μοῦ
δίδαξε ἀνθρωπιά. Τοῦτο τό χαμόγελο μοῦ ἔμαθε πώς αὔριο στό πλαϊνό μετερίζι ἕνας μικρός Ταξιάρχης θά πολεμᾶ καί θα ὑπερασπίζεται τίς ἐπάλξεις μας.
Ξαπόσταινε στόν ἴσκιο μικρέ μου Ταξιάρχη! Θά ῤθεῖ
ἡ ὥρα νά βγεῖς στήν μάχη! Μυριάδες, τότε, σημαῖες γαλανές, οἱ σημαῖες τοῦ μικροῦ
Ταξιάρχη, θά ἀνεμίζουν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου