2 Μαρτίου 2020

ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΙΩΤΕΣ και ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΜΥΤΙΛΗΝΙΟΙ


Στρατῆς Γιαννῖκος
Χίος 19οςαιώνας
Οι αντιπαλότητες μεταξύ κοντοχωριανών, αλλά και μεταξύ κοντινών πόλεων και νησιών  είναι συνηθισμένο φαινόμενο στην ελληνική πραγματικότητα. Πολλά παρανόμια  έχουν βγει από τα «αντίπαλα» μέρη, όπως και παροιμιακές εκφράσεις.
 Παλιότερα οι Μυτιληνιοί για να πειράζουν τους Χιώτες φαντάστηκαν μία σκωπτική ιστορία,  η οποία καταγράφεται στο βιβλίο  «Le folk-lore de Lesbos» των G.GEORGEAKIS & LÉON PINEAU που εκδόθηκε το1894 στο Παρίσι, με τίτλο «Οι Σαράντα Χιώτες». Σύμφωνα με τους συγγραφείς του παραπάνω βιβλίου, οι Χιώτες αντιπαραθέτουν  στην παραπάνω παράδοση το : "Δώδεκα Μυτιληνιοί ένα γάιδαρο φουρτώναν". Προσωπικά άκουγα την παραπάνω φράση από τους γονείς και τις γιαγιάδες μου ως «Σαράντα Μυτιληνιοί».
Παρουσιάζουμε τη λεσβιακή παράδοση για τους Χιώτες, όπως έχει καταγραφεί στο « Le folk-lore de Lesbos». Η μετάφραση του κειμένου από τα γαλλικά είναι της Ελένης Ασπιώτη.
     
                        ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΙΩΤΕΣ
Κάποτε ήταν σαράντα Χιώτες  που ήθελαν να κόψουν ένα κυπαρίσσι …  Ο καθένας από αυτούς έφερε το τσεκούρι του. Έκανε  αφόρητη ζέστη. Στη συνέχεια είδαν   έναν μπαχτσέ και κάθισαν να ξεκουραστούν. Κάθισαν γύρω από μια μεγάλη στέρνα κι άπλωσαν (κρέμασαν) τα πόδια τους στο νερό. Κι είπαν:
«Πω, πω πόσα πόδια ! Μα, ποια είναι τα δικά τους και ποια  είναι τα  δικά μου;»
Ε, λοιπόν ο μπαχτσαβάνης είπε στους Χιώτες:
«Δώστε μου το τσεκούρι σας κι εγώ θα σας αποκαλύψω ποια είναι του καθενός τα πόδια».
          Ο μπαχτσαβάνης έκρυψε  όλα τα τσεκούρια, εκτός από  ένα  με το οποίο άρχισε να χτυπά τα πόδια τους. Οι Χιώτες  μάζεψαν τα πόδια τους  και τράπηκαν σε φυγή, εγκαταλείποντας τα τσεκούρια τους.
Έφτασαν  στον τόπο που ήταν το κυπαρίσσι. Καθώς δεν είχαν τσεκούρια, ανέβηκαν  όλοι μαζί στο ψηλό δέντρο, πατώντας ο ένας πάνω στον άλλον   και έσπρωχναν με  πόδια και χέρια για να πέσει το κυπαρίσσι. Εκείνος που ήταν στην κορυφή του δέντρου κουράστηκε και είπε στους άλλους:
« Κρατήστε με γερά, γιατί δεν με κρατούν τα χέρια μου!»
Άφησε το δέντρο κι όλοι οι Χιώτες  τουμπάρησαν κι έπεσαν. Σκοτώθηκαν όλοι τους, εκτός από δύο οι οποίοι ήθελαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Στον δρόμο, ο  ένας  τους   είδε  ένα μεγάλο  πουλί σκαρφαλωμένο πάνω σε ένα δέντρο και είπε  στον σύντροφό του:
«Θα πιάσω αυτό το πουλί να το μαγειρέψουμε».
Τη στιγμή που ανέβαινε  στον κορμό  για να αρπάξει το πουλί, εκείνο πέταξε μακριά. Τότε ο Χιώτης φώναξε: 
« Ω, πουλί ! Εσύ πετάς ! Αλλά κι εγώ επίσης πετώ!»
Κι έριξε βουτιά στον γκρεμό.
Ο άλλος  Χιώτης συνέχισε την πορεία του. Έφτασε σε μια γέφυρα και του μπήκε  ξαφνικά στο μυαλό ότι ποτέ στη ζωή μου δεν είχε δει πίσω του .
 Έτσι σήκωσε  τη βράκα  του  και έσκυψε για να δει.  Ενώ οπισθοχωρούσε,  
πλησίασε την άκρη της γέφυρας χωρίς να προσέξει και έπεσε μέσα στο νερό.
Στην παραπάνω   ιστορία οι Χιώτες  αντιπαραθέτουν το :
«Δέκα Μυτιληνιοί έναν γάιδαρο φορτώναν και ξεφορτώναν».



Δεν υπάρχουν σχόλια: