29 Δεκεμβρίου 2019

Γιατί γράφω…


                                           Στρατς Γιαννκος

          Πριν κάμποσα χρόνια, όταν ο Αριστείδης Καλάργαλης ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τετρασέλιδου της εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ»,   με ενημέρωσε ότι θα ξεκινούσε μια καινούρια στήλη με τίτλο «Γιατί γράφω..» και ότι θα ήταν καλό να διατύπωνα κι εγώ τις σκέψεις μου.
          Με τον Αριστείδη με δένει μια φιλία  και στις προσκλήσεις των φίλων δε συνηθίζω να λέω «όχι». Δεν ήθελα όμως να γράψω για διάφορους λόγους. Πέρασε ένα εξάμηνο και μετά από μερικές υπενθυμίσεις, τού έστειλα  τις σκέψεις μου μ’ ένα μικρό ποίημα.
          Μπορεί να γράφω ποιήματα, αυτό όμως δε σημαίνει ότι εκτιμώ απεριόριστα την προσφορά της. Η ποίηση δεν είναι σταράτες κουβέντες. Κατά βάση είναι έκφραση προσωπικών βιωμάτων και πεποιθήσεων. Ανάλογα με την τέχνη   ή αν θέλετε την καπατσοσύνη του, ο ποιητής καταφέρνει ή όχι  να τους δώσει μια κοινωνική διάσταση. Δεν είναι τυχαίο που η ποίηση διαβάζεται από λίγους.
          Η ποίηση έχει αριστοκρατικό χαρακτήρα. Ας είναι καλά οι τραγουδοποιοί που την ντύνουν με μελωδίες και την κάνουν αποδεκτή  στο ευρύ κοινό. Η ποίηση είναι Απολλώνια. Ο «άναξ, ο εν Δελφοίς, ουδέ λέγει, ουδέ κρύπτει, αλλά σημαίνει». Ας είναι καλά οι Διόνυσοι  που με τη μουσική τους εξαγνίζουν τους ποιητές.
          Δεν είναι τυχαίο το ότι το δημοτικό τραγούδι-που τις περισσότερες φορές γεννιέται μαζί με τη μουσική- αγαπήθηκε όσο τίποτε άλλο, τόσο πολύ από το λαό μας. Και το δημοτικό τραγούδι είναι το καλύτερο δείγμα της ελληνικής ποίησης.
Ούτε είναι τυχαίο που ο Πλάτωνας, όντας ποιητής σε νεαρή ηλικία, σχίζει τα ποιήματά του κι ακολουθεί έναν άλλο δρόμο. Ένα δρόμο που αργότερα θα εξοβελίσει τους ποιητές από την «Πολιτεία». Μήπως κι ο μέγιστος των Ελλήνων σοφών, ο πιο ποιητικός από τους φιλοσόφους, ο θείος Ηράκλειτος δεν καταδικάζει τον μέγιστο της  ποίησης, τον Όμηρο, ως «άξιον εκ των αγώνων εκβάλεσθαι  και ραπίζεσθαι»;
Οι ποιητές κρύβουν την αλήθεια. Τώρα που γράφω, ξέρω πως στέλνοντας το ποίημα   μου στον Αριστείδη, ήθελα να κρύψω μιαν αλήθεια. Οι αναστολές μου στο να γράψω εύρισκαν πολλές δικαιολογίες:
«Είναι εγωιστικό να γράφεις για τον εαυτό σου», «Ο τίτλος θυμίζει απομνημονεύματα. Απομνημονεύματα  γράφουν μόνο οι γέροι, οι ξεπεσμένοι, όσοι θέλουν να κάνουν διαθήκη κι όσοι όντας σπουδαίοι θέλουν ν’ αφήσουν την κατάθεσή τους στις επόμενες γενιές. Δεν ανήκω σε καμιά από τις παραπάνω ομάδες». «Δεν εμπνέομαι όταν γράφω κατά παραγγελία».
Δικαιολογίες άπειρες. Το  γιατί γράφω, όμως, δε χωράει σε κανένα ποίημα και σε καμία δικαιολογία. Στο κάτω –κάτω της γραφής  από τη στιγμή που δημοσιεύω τα κείμενά μου, δεν πρέπει να στερώ το δικαίωμα στον αναγνώστη να ξέρει με ποιον έχει να κάνει.
Αλήθεια μπορεί να γράφω για να επικοινωνώ, για να βγάζω τα εσώψυχά μου, ίσως φροντίζοντας για την υστεροφημία μου, ίσως γιατί νομίζω ότι μπορώ τον κόσμο να σώσω και να σωθώ. Σκέφτηκα όλα τα παραπάνω, μα απάντηση που να με ικανοποιεί, δεν εύρισκα.
Κι ήταν τόσο απλό  αυτό που έψαχνα να βρω. Έτσι απλά:
«Γράφω  γιατί με έμαθαν οι γιαγιάδες, η μάνα, οι δάσκαλοί μου.» 
          Ναι, γράφω γιατί μ’ έμαθαν να γράφω.
          Σαν ήμουνα παιδί μισούσα το γράψιμο, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου. Τέλη της Στ΄ τάξης ήτανε, Μάης, εποχή που όλα στο σχολείο χαλαρώνουν, η άνοιξη κι η κούραση της χρονιάς βλέπεις. Αν δεν απατώμαι, είχαμε μάθημα για τις ανακαλύψεις. Ο δάσκαλος μας πρότεινε να γράψουμε πληροφορίες για μια ανακάλυψη  κι επειδή μάλλον δε μας είδε   και τόσο ενθουσιασμένους …«άιντε όποιος θα ήθελε να γράψει ένα δικό του ποίημα». Τώρα που το σκέφτομαι, μού φαίνεται πολύ παράξενη η πρότασή του. Δε μας είχε διδάξει ποτέ πώς να γράφουμε ποιήματα. Μόνο που μαθαίναμε απ’ έξω όσα ποιήματα μας δίδασκε. Κι ήταν μεγάλο βάσανο να πολεμάς για να μάθεις τους στίχους του Πολέμη:
« Τι είναι η πατρίδα μας. Μην  είν’ οι κάμποι;
   Μην είναι τα’ άσπαρτα ψηλά βουνά;»
Η πρόταση του δασκάλου μου, του κυρίου Νίκου Μαλλιάκα, ήρθε ως απρόσμενο  θείο δώρο. Θα έγραφα ένα μικρό τετράστιχο ποίημα και θα ξεμπέρδευα. Έφτιαξα ένα ποίημα προς τιμήν «…του Ιωάννου Γουτεμβέργιου, μεγάλου ευεργέτου της τυπογραφίας» και γλίτωσα από πληροφορίες, εγκυκλοπαίδειες και τα συναφή ανιαρά του γραψίματος.
Με το που τέλειωσα το Δημοτικό του Παπάδου φύγαμε για την Αθήνα. Γράφτηκα στο Η΄ Γυμνάσιο Αρρένων και έτυχε να έχω για δάσκαλο φιλόλογο τον Διονύση Καρπούζο,   από την Τρίπολη  που είχε μεγάλο πάθος για τη δουλειά του. Στην Γ΄ τάξη, μετά τη διδασκαλία της μάχης της Ακροπόλεως, για εργασία μας ζήτησε να γράψουμε  ένα ποίημα. Η τάξη δυστρόπησε. Θεωρούσαμε ότι  το να γράψουμε ποίημα ήταν  επίτευγμα άξιον του αγώνα των παλληκαριών  του Ανδρούτσου, των ένδοξων υπερασπιστών της Ακροπόλεως. Στο σπίτι τον αγώνα έδωσαν οι γονείς των συμμαθητών μου. Πολέμησαν με ομοιοκαταληξίες ζευγαρωτές, πλεκτές, πελεκητές…
Ο καθηγητής ενθουσιάστηκε. Διάβασε μερικά ποιήματα, εξυμνώντας την προσπάθεια και τον κόπο των συμμαθητών μου. Στο τέλος με φώναξε ιδιαιτέρως για να μου κάνει παρατηρήσεις. Το ποίημα μου ήταν απελέκητο. Το ήθελε με ομοιοκαταληξίες και ρίμες και μουσική και… και μου πρότεινε να το ξαναγράψω. Έπεσα από τα σύννεφα. Το ‘χα γράψει μόνος μου, ολομόναχος. Κι αν στην αρχή, στον πρώτο και στον δεύτερο στίχο πίεσα τον εαυτό μου, μετά μέθυσα. Μπήκα στη δίνη του δεκαπεντασύλλαβου και δεν εννοούσα να βγω. Κι ο Αρκάς φιλόλογος, που τόσο εκτιμούσα, να μού το στέλνει για επιδιόρθωση!
Το  ‘γραψα άλλες δυο  φορές, μεταθέτοντας μια δυο λέξεις, μορφή όμως δεν του άλλαξα. Κι ο δεκαπεντασύλλαβος, δεκαπεντασύλλαβος. Ήταν  το παιδί μου, ο φίλος μου, ο εαυτός μου. Θα του άλλαζα ρούχα, θα του άλλαζα εμφάνιση, ποτέ όμως δε θα το ακρωτηρίαζα.
Αυτή η κόντρα μού έμαθε πολλά. Μού έμαθε να αγαπώ ό,τι γράφω. Από τότε συνήθισα όταν βρισκόμουν στα δύσκολα να γράφω, να γράφω, να ξεσπώ. «Όταν σας βρίσκει το κακό αδελφοί/ μνημονεύεται Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύεται Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη» όπως θα έλεγε και ο Ελύτης. Ας είναι καλά, οι δάσκαλοί μου. Όποτε με βρίσκει  το κακό τους μνημονεύω: «Νικόλαος, Διονύσιος, Άρτεμις, Αικατερίνη, Ελένη, Αριάδνη…»
Τώρα ξέρω, δεν ήταν τυχαίο που στα είκοσι μου χρόνια  το πρώτο μου δημοσιευμένο πεζό κείμενο ήταν ένα δοκίμιο για τη λεσβιακή ποίηση. Η λεσβιακή ποίηση ήταν αυτή που μ’ έμαθε να γράφω. Ήταν η Γεραγώτικη Φύση και η Ιερή των Παμφύλων Τρέλα που κυκλοφορούσε στα χρωμοσώματά μου.
Ήταν η μάνα μου, η Πάμφυλη Κατερίνα, που καθόταν δίπλα μου ώρες επί ωρών κι άκουγε να της απαγγέλλω τα ποιήματα που μας έβαζε να μαθαίνουμε απ’ έξω ο δάσκαλος.
«Ο κόσμος λάμπει / σαν ένα αστέρι»…
« Η φύση όλη /σαν περιβόλι »…

«Α, τι όμουρφου! Διάβασέ του μουρέλιμ’ να του μάθου τσι  ‘γω»
Η μάνα μου ήταν ολιγογράμματη. Μετά βίας πήγε ως την Δ΄ τάξη. Έπειτα ήρθε ο πόλεμος. Μού ‘μαθε την αλφαβήτα, τις οξείες και τις περισπωμένες στην Πρώτη κι έπειτα διάβαζα μονάχος. Μα, στα ποιήματα πολεμάγαμε και τα μαθαίναμε μαζί.
Έπειτα στο Γυμνάσιο, από μια όμορφη συνήθεια, πάλι μαζί διαβάζαμε τα ποιήματα. Κάθε που είχαμε ποίημα με έβαζε να της το απαγγέλω.
Ήταν κι η Γεραγώτισσα γιαγιά, η Αριάδνη. Η γιαγιά με τις παλιές ιστορίες, τα παλιά τραγούδια και το βιβλίο να μην λέει να ξεκολλήσει από το χέρι της. Διάβαζε περισσότερο απ’ όλους μας. Διάβαζε μέχρι τις τελευταίες στιγμές της ζωής της. Μ’ ένα βιβλίο στο χέρι πέθανε και με την πίκρα πως δεν κατόρθωσε μια μέρα να γενεί δασκάλα. Υποθέτω για να μαθαίνει στα παιδιά ποιήματα και νανουρίσματα:
«Κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου
στο Γαλατά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου»
Θυμάμαι, βρε γιαγιά, που όταν στο σχολειό μου ‘μάθαν  οι δασκάλοι  πως πρέπει να λέω «Βενετιά» κι όχι «Γαλατά» κι ήρθα  να στο πω μου απάντησες: «Ε, ξέριν αυτοί! Άλλου Βενετιά, άλλου Γαλατάς»
Σεβάστηκα τότε τα γηρατειά σου και δεν σου έφερα αντίρρηση.
Δεν μπορούσα τότε  να καταλάβω: «Άκου, λέει γαλατάδες με διαμαντικά». Σε πέρασα για παράξενη.
Να «Γιατί γράφω…» γιαγιά Αριάδνη: για να σου πω πως είχες δίκιο: «Ε, ξέριν αυτοί». Γιατί εμείς είμαστε Μυτιληνιοί. Γιατί εμείς τα τραγούδια μας τα μάθαμε απ’ τη Σαπφώ στις ακρογιαλιές της Αιολίδας, τα τραγουδήσαμε στα κάστρα μαζί με τους Γενοβέζους εμπόρους και αργότερα με  τα Τουρκέλλια στους μπαξέδες του Άη Γιάννη. Γιατί εμείς ψωνίζαμε ποίηση απ’ τις Χαλατσές , το Παληόκαστρο, τη Φυκιότρυπα, το Και της Σμύρνης και τη Γενοβέζικη συνοικία του Γαλατά.
Να γιατί σου γράφω Παφλιώτισσα γιαγιά Ελένη: Θυμάσαι κείνο το παλιό γιλέκο, κείνο το ενθύμιο του μακρινού προππάπου που ‘φυγε τραγουδώντας για να πολεμήσει στην Πελοπόννησο το ’21 και γύρισε μοβόρος; Κείνο το γιλέκο που μου χάρισες γιαγιά είναι κεντημένο με  τραγούδια. Κι όσο να σου φαίνεται παράξενο είναι φορές που ακούω το Θούριο που σού  ‘μαθε, μάς έμαθε ο μακρινός προππάπους:
«Ω, λυγερόν και κοφτερόν σπαθί μου
Κι εσύ ντουφέκι φλογερόν πουλί μου.
Εσείς τον Τούρκον σφάξατε
Τον τύραννον  σπαράξατε
Να  ζήσει το σπαθί μου
Να αναστηθεί η Πατρίς μου»
Να  «Γιατί γράφω…» γιαγιά Ελένη. Γιατί… Ανασταίνεται με τραγούδια η πατρίδα. Ανασταίνεσαι κι εσύ κι η μάνα και περιδιαβαίνετε στις ακρογιαλιές τ’ Άη  Νικόλα και στα αμπέλια δίπλα στη θάλασσα, τραγουδώντας:
« Φωνές και γέλια/ φέρνει τ’ αγέρι/ μέσα στ’ αμπέλι/ το καρπερό»
Κι αν ο Πλάτωνας, Αθηναίος γαρ, έσχιζε τα ποιήματά του -προφανώς για να μεγαλώσει, να απογαλακτισθεί- να φτιάξει μιαν ιδανική Πολιτεία, τι μ’ αυτό; Κατά βάθος δεν τόλμησε να παραδεχθεί ότι νικήθηκε από την ποίηση, τη μουσική κι έβαλε στο «Συμπόσιο» του τον Σωκράτη να συμποσιάζεται με τη Δεκάτη Μούσα, τη Σαπφώ.
Να « Γιατί γράφω…». Γιατί  θέλω να μείνω παιδί, γιατί δε θέλω να απογαλακτισθώ από την ομορφιά, το λόγο τον αιολικό. Γιατί εμείς στη Λέσβο, μια μέρα πετώντας  όπως ο Αλκαίος την ασπίδα, θ’ αλλάξουμε τον κόσμο. Με όπλα τα τραγούδια, τα ποιήματα και την αιολική λύρα θα πολεμάμε, για έναν κόσμο χαρούμενο ειρηνικό.


                                                                                                              Στρατς Γιαννκος



Δεν υπάρχουν σχόλια: