26 Δεκεμβρίου 2019

Το Μάτι του Θεού


                                                     Στρατς Γιαννκος

Ο Άλαν κι ο Υβ παραληρούσαν αλαφροΐσκιωτες κουβέντες. Τα παιδιά τους σφύριζαν, κάποια κρυμμένα στις γωνιές των δρόμων τους πέταγαν πέτρες και στραγάλια. Οι μανάδες μάζευαν τους γιους, τους συνέτιζαν να μην κοροϊδεύουν τους τρελούς του χωριού. Λίγες, μετρημένες στα δάχτυλα, πίστευαν στη νουθεσία τους. Οι πιο πολλές τρέμαν μην τύχει κι αγριέψουν τα θεριά και πάρουν τα βλαστάρια τους με τις πετριές  - καγιάδες καταπώς τις έλεγαν στην απάνω γειτονιά. Οι άλλες, που καμώνονταν τις συνετές, φοβούνταν, μην κάποια μέρα η μοίρα χτυπήσει τους κανακάρηδες.
_ Ξέρεις που λες, σκεφτόντουσαν, τι είναι το μυαλό; Πλάσμα αφράτο, μαλακό που θες ο έρωτας, θες κάποια άλλη συμφορά μας κάνει τα παιδιά λωλά. Άλαν και Υβ, Υβ και Άλαν. 
Ο μόνος που αναζητούσε μια λύση σ’ όλα αυτά ήταν ο κυρ Τσόπης ο φαρμακοποιός, απ’ τους λίγους πραγματικά γραμματιζούμενους που είχαν απομείνει στο χωριό. Ο Τσόπης είχε μια δόση απ’ τη μαγιά που ’βγαλε τούτα τα παιδιά. Έλεγε πως γεννήθηκε στο ίδιο χωριό με δαύτα. Ως νέος Αη-Γιάννης έριχνε ανάθεμα στους χωριανούς και τους φοβέριζε με λέοντες φρικτούς, φίδια φαρμακερά, ανάθεμα ,κατάρα.
_Της Επιστήμης και της Κακίας το χωριό, φώναζε, μια μέρα θα γίνει ρημαδιό, θρύψαλα και κομμάτια.
 Οι χωριανοί σα να το σκέπτονταν πως τούτος τα λέει παλαβά, μα να τον πάρουν στις πετριές δεν το τολμούσαν. Ήταν που ήξερε γράμματα πολλά, ήταν που φοβόντουσαν μην τους πλασάρει σκάρτα γιατρικά ή μήπως π’ άκουγαν κάποιους, σπουδαιοφανείς, τους δήθεν προύχοντες της γνώσης, ανώνυμους γραφιάδες, δασκάλους και γραμματικούς, που τους μαυλίζαν το μυαλό: πως είναι λέει:
 «Όλο το χωριό από σόι αρχοντικό», «Μικρό Παρίσι», τάχα μου, τάχα μου. «Είν’ ντροπή, για ένα τέτοιο τρανό αρχοντικό χωριό, να παίρνει τους τρελούς του στις πετριές».
 Ρωτήσαν και τον ξενομερίτη δάσκαλο, τι γνώμη είχε για την πολιτεία αυτή με τα λιλιά και τα παλάτια. Μα κουτοπόνηρος που επιβίωνε χρόνια και χρόνια σ’ αφιλόξενο, ανθρωποφάγο χώρο, απάντησε με τα κομψά του γαλλικά:
_Μerde pour la France, Paris.
_Merde pour la Greece, Despotiko.
 Δεσποτικό το λέγαν το χωριό κι όλο χαρά, ολοχρονίς, σύσσωμοι να επαναλαμβάνουν τη φράση- σημαία στα γαλλικά:
_Μerde pour la France, Paris.
 _Merde pour la Greece, Despotiko.
 Η γαλλική φινέτσα, που ξέρει να τρώει το d στις «μικρές» λέξεις, που γνωρίζει να το τονίζει στις «μεγάλες», που σε βρίζει και σε κάνει ν’ αποδέχεσαι την κοροϊδία ως φιλοφρόνηση, έκανε το θαύμα της. Μη κατέχοντας από πραγματική γνώση, οι κάτοικοι του Δεσποτικού ήταν περήφανοι πως το χωριό τους γέννησε την Ελλάδα. Χαρούμενοι ημιμαθείς, χαρούμενοι ιθαγενείς. Χαρούμενη Ελλάδα.
Ο Τσόπης δεν τ’ άντεχε το Δεσποτικό. Νυμφεύτηκε μια Δέσποινα από το διπλανό χωριό, τούτο πιο παλαβό, με φράγκικη πατέντα. Και δώσ’ του τρέλα του τρελού να μην αντέχει. Κι ολημερίς  μονολογούσε:
 _ Α, ρε σκοπέλους που έχει η ζωή!
Έπαιρνε χειμώνα τα βουνά, το καλοκαίρι τη θάλασσα για να μοιράσει την τρέλα του, μήπως και ξελαφρώσει. Πιο τρέλα κι απ’ την τρέλα του, όμως; Να δώσει εξήγηση στην ιστορία των λωλών: Του στιλβωτή, του λούστρου Υβ. Του κήρυκα- ντελάλη Άλαν. Έστιβε το μυαλό του ο Τσόπης πούθε να ’βρει την άκρη της κλωστής. Στης τρέλας το γόρδιο δεσμό υπάρχει ένα γιατρικό: Νυστέρι και λοβοτομή. Η σπάθα κατακέφαλα, να ανοίξει η κεφαλή, να βγει όξω η τρέλα και στους ανέμους να χαθεί. Μα το φοβότανε αυτό κι είχε συμπάθιο και υπομονή για τα ανθρωποειδή.
Προβληματίζονταν πως για να ασχολείται ολημερίς πρέπει κατά το «όμοιος- ομοίω», να ’χει ταυτιστεί με τα ξωτικά ή γέννημα της ίδιας μήτρας να ’ταν. Με σκέψεις μόνο, συλλογίστηκε, δεν τράβηξε μπροστά η ζωή. Κάθισε και μελέτησε καλά το πράγμα. Μόνη λύση η πανάρχαια συνταγή: Έρευνα αστυνομική. Κάθε γέρο ή γριά, νιο ή νια που ’ρχονταν για φάρμακα στο μαγαζί τους ψάρευε τη γνώμη. Άκουσε πολλά, παράλογα και λογικά:
_ Φταίει η αγάπη της μάνας.
 _Φταίει η φύτρα.
_Φταίει ο Θεός, το ίδιο το παιδί.
_ Φταίει η κατάρα που κουβαλά το χωριό.
 _Φταίει το νερό.
 _Φταίει ο αδελφός που κοιμάται με την αδελφή.
_Φταίει που τη μαυρίλα της ψυχής μας τη φωτίζει το άσπρο της τρέλας τους.
_Μέθυσε ο πατέρας και ξέρασε στης μάνας το βυζί, το ούζο, το σπέρμα, τη χολή.
 _ Όταν ήταν βρέφη έπεσε η κοινωνία απ’ τα χέρια του παπά. Πίπτει ο αήρ, τα θεία ψίχουλα ακταρμά. Ψίχουλα, θρύψαλα, αέρας γίναν τα μυαλά.
_ Η κακιά η ώρα, η βλάσφημη στιγμή, ομίχλη νου και καταχνιά του λογικού.
Εξήγηση καμιά. Μόνη διέξοδος… παρακολούθηση στενή. Μόλις που τά ’βλεπε να περιδιαβαίνουν τα στενά έκλεινε το φαρμακομάγαζο κι έτρεχε ξωπίσω τους.
Ο Άλαν θεληματάρης του χωριού για μια βρισιά κι ένα μπαξίσι. Οι τιποτένιοι του χωριού σαν τον έβλεπαν, ξεκόλλαγαν από τον πάτο, νιώθαν άρχοντες, σπουδαίοι. Εκείνο που λαχτάραγε ο Άλαν πιο πολύ ήταν οι ανακοινώσεις του βλοσυρού γραμματικού. Έπαιρνε φόρα ο τρελός κι έκραζε πρώτα από την αγορά κι έπειτα σ’ όλο το χωριό:
_ Δευτέρα στις 7 οι πληρωμές του Ο.Γ.Α.
 _ Τρίτη οι άδειες κυνηγιού.
 _ Παρασκευή ώρα οκτώ πουλάν γαϊδούρια, άλογα κι έναν τράγο βαρβάτο, νιο και καρπερό.
Μα τι επίσημη και βροντερή φωνή, όταν ανακοίνωνε του προέδρου την προσταγή:
_ Όσοι δεν κρεμάσουν σημαία για την εθνική μας εορτή θα γραφτούν στα κιτάπια του αστυνομικού διευθυντή.
 Η στίλβουσα ψυχή του Υβ γυάλιζε τα υποδήματα αρχόντων και υποτακτικών. Κυρτή η πλάτη. Χρόνια και χρόνια να σκύβει ο λούστρος στα υποδήματα των χωριανών. Τον θυμάμαι ακόμη στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου των Πατρικίων. Περίτεχνα λουστράρει το κάθε εκατοστό των υποδημάτων. Κινήσεις γρήγορες. Ίδιος μαέστρος που κουρδίζει χορωδία. Συνηθισμένη η κίνηση μες στη βδομάδα. Χαρά του λούστρου η Κυριακή, όταν την έστηνε έξω από τη Λέσχη των αρχόντων. Το αρχοντολόι έπρεπε να δείξει πρόσωπο. Μπόλκα το μαλλί, γραβάτα περιποιημένη, καμπαρτίνα και η απαραίτητη ομπρέλα για τη βροχή. Λουστραρισμένο το παπούτσι από το σπιτικό, έπρεπε όμως να δώσουν και στο λούστρο ψυχικό. Ελεημοσύνη αργίας, θείας σκόλης και γιορτής. Το ψίχουλο που μάζεψε η δούλα μεσημέρι Κυριακής, αμάρτημα να πάει στον τενεκέ των σκουπιδιών. Τίμημα του λούστρου… οι δεκάρες της ντροπής.
Δύσκολα του ’παιρνες κουβέντα. Το μίλημά του, κλάμα, παράπονο πικρό:
_ Πώς πας Γιουργέλλι;
 _ Καλά.
_ Ε, τι καλά;
_ Μη τα μ’λας.
 _Τι βρε Γιουργέλλι;
_ Η ζουή.
 _ Βάσανα, στενοχώριες;
_ Τι να πεις!
 _ Βγάζεις λεφτά;
_ Για τ’ μάνα μ’.
_ Η μάνα σου;
 _ Είνι γριά.
 Δεν τόλμαγε κανένας την ώρα της δουλειάς να τον πειράξει, γίνονταν καβγάς. Ώρα δουλειάς, η ώρα ιερή. Ήταν η μόνη στιγμή που ζητούσε σεβασμό κι αυτόν τον τιποτένιο τον διάλογο. Τον ξεπροβόδιζε μ’ ένα φιλί η μάνα του κι ο Γιώργης ευθύς στο μεροκάματο. Δε στεκόταν ποτέ του το Γιωργέλλι. Το δρομολόγιο απαράλλακτο: σπίτι, οδός Πατρικίων ως τη Λέσχη, άντε καμιά φορά και ως το ζαχαροπλαστείο και πάλι πίσω. Έσκυβε, στίλβωνε κι έφευγε πάντα σκυφτός. Άγια στιγμή, όταν ελάχιστες φορές κάποιοι στο χωριό το  ’χαν σημάδι τύχης σαν τον έβλεπαν καμαρωτό. Ούτε που τόλμαγαν τα δευτερόλεπτα αυτά να ταράξουν το αγέρωχο ύφος, τη στητή κορμοστασιά.
Όλο το χωριό προσπαθούσε να ερμηνεύσει το θαύμα. Ο ντόπιος δάσκαλος, ο μόνος στο χωριό καλοσυνάτος, ισχυρίζοταν πως σκεφτόταν τη δόλια του τη μάνα χαρούμενη, περήφανη, όξω καρδιά να χτενίζει του Γιωργέλλι τα μαλλιά. Ο ιερέας – που η μοίρα του έλαχε να παρακολουθήσει μια παρόμοια σκηνή – βεβαίωνε πως κατέβηκε ο Ταξιάρχης καταγής, του πήρε την κασέλα, του φόρεσε φτερά και τον αρμάτωσε με ρομφαίες, φλογερά σπαθιά. Αν δεν τα βλέπαν οι χωριανοί, πρέπει να έφταιγε η ξετσιπωσιά και η απιστία τους. Ίσως δεν είχε άδικο γιατί σ’ αυτή την περήφανη περπατησιά τον έβλεπαν συνήθως τα παιδιά. Έβγαιναν τότε από τις κρυψώνες τους, σταμάταγαν τα γιούχα και να τον φωνάζουν με το παρατσούκλι του «Υβ» και «Υβ», γονάτιζαν, προσκύναγαν, δακρύζανε. Σιωπούσαν, του έλεγαν την καλύτερη την προσευχή: Σιωπή. 
Συνεχιζόταν μέρες και νύχτες η παρακολούθηση. Ένα βράδυ με πανσέληνο ο Τσόπης παραξενεμένος βλέπει, περασμένες τρεις, τον Υβ να ξεπορτίζει κρυφά από τη μάνα του και αναμαλλιασμένο. Είχε μια περιέργεια να δει που πήγαινε βραδιάτικα, ξέμακρα από το καθημερινό του δρομολόγιο. Ο δρόμος τον οδήγησε όξω απ’ την εκκλησιά. Ο Άλαν είχε προηγηθεί μερικά δευτερόλεπτα.
Σαλτάρει ο Άλαν από το φεγγίτη. Τον Γιώργη τον οδήγησε ο οικοδεσπότης Ταξιάρχης κουβαλώντας τον στην πλάτη. Πιάνει ο Υβ την αριστερή, τη βορινή πλευρά, γονατίζει. Ο Άλαν στο δεξί το κλίτος, γονατιστός κι αυτός. Ο Ταξιάρχης όρθιος- στητός μπρος στην Ωραία Πύλη. Ο Τσόπης παρατηρούσε από το φεγγίτη. Κοίταζαν τα στοιχειά πότε κάτω τα μάρμαρα της εκκλησιάς, πότε σηκώναν το κεφάλι εμπρός, έτσι για λίγο φοβισμένα, να δουν του Ταξιάρχη τη θωριά. Στην τρίχα απάνω της στιγμής σηκώναν τα μάτια στο πιο ψηλό σημείο, στο θολωτό της εκκλησιάς.
Εκεί, πάνω απ’ την Ωραία Πύλη βρισκόταν ο Θεός. Το μάτι του καθάριο και υγρό. Περίγραμμα σαρκώδες, θεανθρώπινο. Στην κόγχη του ματιού το κόκκινο του ξεπλυμένου αίματος. Μέσα σε τρίγωνο εγγεγραμμένο σε κύκλο είχε σχηματισθεί. Στις τρεις γωνίες, τρία γράμματα: Ν, Ο, Ω. Τρία τα γράμματα, τρεις κι ο Θεός, ο Άλαν, ο Υβ κι ο Αρχάγγελος. Πώς να διαβάσεις τον Θεό: ΝΟΩ, Ο ΩΝ, ΩΟΝ; Ψιλά γράμματα για τους παπάδες, τους ψαλτάδες και τους ευσεβείς. Κείνη την ώρα δεν διάβαζε κανείς. Από-λογία, παρά-νοια, μετά-νοια των ξωτικών. Νύχτα πανσέληνη, νύχτα τρελών, νύχτα των αστεριών. 
Στην εκκλησιά λυνότανε η γλώσσα του Υβ:
_ Θέλιμ’ λουστρέλλι είμι, μι λεν Γιουργέλλι, μι κουρουϊδέβγιν «Υβ»
 _ Θέλιμ’ ανατουλή μι γένν’σει, αυγερινός.
_ Σι σάρκα μπήκα μπήκα σαν ισένα που μπήκις μεσ’ στ’ν Παναγιά.
 _ Η μάνα μ’ μι χτένιζει, μι χάιδιβει τα μαλλιά.
Ο Άλαν αγέρωχος, φίλος Θεού.
_ Μι ξερ’ς θέλιμ’, ντιλάλ’ς, κήρυκας, Ερμής τ’ χουριού.
 _Στη δύσ’ γιννήθ’κα απ’ τουν απουσπιρίτ’.
 _Στ’ς κηδείις κ’βανώ τα εξαπτέρυγα, στητό τσιφάλ’.
 _ Φωνή που ραΐζει, φωνή που σκιρτά.
Σαν τέλειωναν έκλεινε το μάτι του ο Θεός, σβήναν τα γράμματα, χαμογελούσε ο αρχάγγελος. Γυρνούσαν έπειτα στο σπίτι, γυρνούσε ο ουρανός. Έσβηνε της πανσέληνος το φως.
Ξημέρωσε. Τίποτε δεν κατάλαβαν στο χωριό. Δευτέρα, καινούρια μέρα για τους χωριανούς. Ξανά τα ίδια. Ξανά μονοτονία: Ελιές, κτήματα, αγάπες, τρελοί, αδέσποτοι, σαματάδες, καβγάδες… Τίποτε δεν άλλαξε. Σαν να μην εξομολογήθηκαν τα στοιχειά αυτοπροσώπως σε κοτζάμ Θεό τις αμαρτίες τους- αμαρτίες όλων των χωριανών. Σαν να μη γέλασε ο Ταξιάρχης, σα να μην έκλεισε το μάτι του ο Θεός.
 Ο Τσόπης άγρυπνος έμεινε όλη τη νυχτιά. Τον κράταγε ξύπνιο η έγνοια της χτεσινής μέρας. Ένα μεγάλο ερωτηματικό πλανιόταν στη σκέψη του.
_ Εντάξει, τα ξωτικά, ίσως, ούτε που θα θυμούνται τη χθεσινή μέρα. Άντε κι εγώ να την ξεχάσω. Μα εκείνο το κλείσιμο του ματιού; Εκείνο το χαμόγελο;
Πανικοβάλλεται, ανεβοκατεβαίνει στο πατάρι του φαρμακείου ασταμάτητα, ξύνει την κούτρα του, το μυαλό του πελεκά. Ξάφνου σαν αστραπή του ’ρχεται η ιδέα. Μηνάει της γυναίκας του πως θα κάνει μια βδομάδα να τη δει. Κλείνει τις γρίλιες του μαγαζιού, τοιχοκολλάει ένα σημείωμα:
« Ο Κύριος-Κύριος Τσόπης – Ιουλιανός θα απουσιάσει για μια εβδομάδα. Μην ανησυχείτε. Εφτάψυχα, κακά σκυλιά ψόφο δεν έχετε».
 Μόλις που έπεφτε το φως γύρναγε με μαύρη καμπαρντίνα, μαύρα γυαλιά, σηκωμένο γιακά, παραφυλάγοντας τα ξωτικά. Για τον Άλαν εύκολη η συνταγή, το χλωροφόρμιο μέσα στον μπακλαβά. Πάει να τον φάει ο Άλαν πέφτει ξερός. Του Υβ λίγο δύσκολη η αρπαγή, έμπλεκε με το δρομολόγιο. Ο δρόμος ήταν πολυσύχναστος. Πέρασε πρώτη μέρα, δεύτερη, τρίτη βραδιά που παραμόνευε ο Τσόπης κάτω από το γεφύρι του ποταμού. Κάποτε η ευκαιρία δόθηκε. Πάει κι ο Γιώργης στο φαρμακείο – ανακριτήριο. Κρυφά άνοιξαν οι γρύλλιες. Τους ανεβάζει στο πατάρι με τη βία.
 _ Άμα είστε ξωτικά, ξέρετε πολλά, καμωνόσαστε τα ανήξερα, πιστεύετε σε Θεό ή Διάβολο, εμένα δε με νοιάζει. Είμαι ο Τσόπης ο φαρμακοποιός. Θα τα ξεράσετε όλα αμέσως, αλλιώς θάνατος.
Ο Άλαν γελά:
 _Κυρ’ Τσόπ’ θα βάλω τις φωνές!
Χωρίς δεύτερη κουβέντα πέφτει κατραπακιά, μιλιά ο Άλαν, τσιμουδιά.
 _ Κυρ’ Τσόπ’, λέει ο Υβ, η μανούδαμ’ μι γυρεύγ’
_ Σκάσε και συ και ξέρνα τα.
Απόκριση καμιά, φωνή καμιά, δεν γνώριζαν τίποτα τα ξωτικά. Τους πέρασε για διαβόλους, τους ανάβει λιβάνι. Τους πέρασε για Θεούς, τους κερνάει ρακί. Μάταιος κόπος. Τους στέρησε το φαΐ. Τίποτε αυτοί. Τέλος τους απείλησε με σκάρτα γιατρικά. Φοβήθηκαν, έτρεμαν, τους έπιασε σύγκρυο, φόβος, πανικός.
 _Έλεος. Έλεος κυρ Τσόπ’, φώναζαν με μια φωνή.
` _ Το μόνο που γνωρίζουμε κι είναι διαταγή: Κάθε πανσέληνο, τρεις η ώρα τα χαράματα μας θέλει ο Ταξιάρχης στην εκκλησιά.
_ Είναι για παρέα; Είναι από χαρά: Είναι παραξενιά;
 _ Ξέρουμε μόνο πως είναι Θεού διαταγή, του Ταξιάρχη προσταγή. Έλεος αφέντη, όχι γιατρικά. Δε γνωρίζουμε του Αρχάγγελου τα μυστικά. 
Σε κανέναν δεν συνέφερε να μαθευτούν στο Δεσποτικό τα συμβάντα εκείνης της νυχτιάς. Τα ξωτικά θα έχαναν την ησυχία τους. Μούμιες θα τα κάνανε, θα τα ευλογούσαν και θα τα λάτρευαν στους νάρθηκες ή ακόμη χειρότερα θα καίγονταν στο προαύλιο της εκκλησιάς. Ο Τσόπης σχεδίαζε να συνεχίσει την έρευνα, να μπει στο πετσί του Ασώματου, στο μάτι του Θεού. Τη φύση τους να μάθει. Ούτε ακόμη και για το χωριό ήταν καλό. Θα αλλαξοπιστούσε από τις συνήθειες, θα χάλαγε το φτιασίδωμα, το προσωπείο του. Θα γονάτιζε ολημερίς όπως οι μεμέτηδες. Καλύτερα άσωτο κι άσωστο.
Πέρασαν οι μέρες. Σάββατο βράδυ προς Κυριακή πρωί, επτά προς οχτώ του Νοέμβρη. Πανσέληνος. Από εσπέρας οι χωριανοί βάζανε τα καλά τους, στολίζονταν. Πήγαιναν κορδωμένοι στο ναό για να γιορτάσουν τον Ασώματο. Από το υπερώο, κείνη τη μέρα, ο Ταξιάρχης έραινε το εκκλησίασμα με πούπουλα. Οι ανύπαντρες τα μάζευαν. Άλλες τα έραβαν στα μαξιλάρια τους κι άλλες τα φύλαγαν για τον κλήδονα. Μετά το σχόλασμα χοροί αξημέρωτοι: μπάλοι, καρσιλαμάδες, αγιοπαρασκευγιώτικοι. Στις δώδεκα ακριβώς ο παπάς σφαλούσε βιαστικά την πόρτα της εκκλησιάς κι έτρεχε να ευλογήσει τα όργανα. Σάββατο βράδυ προς Κυριακή πρωί όταν γινήκαν φέσι στον περίβολο του ναού όλοι οι χωρικοί, παπάδες, διάκοι και λαϊκοί.
Μπήκαν τότε μέσα στην εκκλησιά -απ’ τον φεγγίτη όπως και ο Άλαν την προηγούμενη φορά_ οι μόνοι απ’ όλο το χωριό νηφάλιοι και συνετοί, οι τρεις γνωστοί μας θεόμουρλοι. Μάταια περίμεναν τον Μέγα Αφέντη, των Ουρανών τον Στρατηγό. Είχε κινήσει για τον πόλεμο. Ήταν η μέρα του κι ο Αη- Στράτης έπινε ρακί. Προσγειωμένος, σάρκινος, κατάντησε στουπί. Μέσα στην εκκλησιά ο Τσόπης και τα δύο ξωτικά.
 Ο Ταξιάρχης έλειπε. Ο Άλαν κι ο Υβ μπήκαν στο ιερό, βρήκαν τον οίνο τον θεϊκό,  ήπιαν για πρώτη τους φορά κρασί. Εκστασιάστηκαν, χοροπηδούσαν. Θυμήθηκαν πως όταν ήτανε μωρά, μια τέτοια μέρα έπεσε από τον παπά η κοινωνία που τους πότιζε για να τους αποδιώξει τον σατανά. Έτσι κι αυτά από τότε έμειναν ακοινώνητα.
Ο Τσόπης τα κυνήγαγε για να τα ηρεμήσει. Φοβόταν το Θεό και τον Ασώματο που θα  επέστρεφε, όπως πίστευε, από στιγμή σε στιγμή. Τρελός κι αυτός κι όμως ο άπιστος ’κείνη την ώρα φοβόταν τον Θεό. Δεν ήταν δα κι ανεξήγητο ένας άπιστος τρελός. Γιατί και στους τρελούς υπάρχουν πιστοί και άπιστοι. Όπως στους απίστους βρίσκονται πιστοί και στους πιστούς οι άπιστοι.
 Έβλεπε ότι δεν μπορούσε να τους πιάσει, απογοητεύτηκε, τους άφησε  να πίνουνε το θείο κρασί. Μεθάν τα ξωτικά, ανάβουν κεριά στο αργυρωμένο του Ασώματου εικόνισμα. Πάνω στο μεθύσι πέφτουν τα μανουάλια, πιάνει φωτιά. Απ’ τα κεριά έλιωσε το ασήμι, λαμπάδιασε ο θόλος, πήρε φωτιά ο ουρανός. Ξεχύθηκαν οι φλόγες, κάηκε το προαύλιο, κάηκε όλο το χωριό. Ο Τσόπης μες την αντάρα και μεσ’ τη συμφορά αλλαξοπίστευσε και το Θεό παρακαλά:
_ Θεέ μου ΝΟΩ. Θεέ μου ΝΟΩ. Μετανοώ.
Ο Αρχάγγελος άκουσε τη φωνή της μετάνοιας, χαμογέλασε. Εισήλθε τροπαιούχος στο Ναό. Ήταν η ώρα του. Η ώρα της Μεταμεσονύχτιας  Αγρυπνίας. Της Λειτουργίας του Ασώματου!
 Ήρθε η αυγή, σβήνει η σελήνη, σβήνει η φωτιά. Καρβουνιασμένα βρέθηκαν όλα τα σώματα. Μονάχοι που σώθηκαν σαν των παραμυθιών τον βασιλιά ήταν ο Τσόπης και τα δύο ξωτικά. Ο Τσόπης μετανοιωμένος, μαρμαρωμένος, γονατιστός στο δάπεδο του μεσαίου κλίτους, το μάτι του Θεού να προσκυνά. Ο Άλαν κι ο Υβ, μπροστά στο εικόνισμα του Ταξιάρχη, ωσάν τιμητική φρουρά, μαρμάρωσαν κι αυτοί ενώ προσπαθούσαν να φορέσουν τα ασημένια του Αρχάγγελου υποδήματα.
Αλώβητη έμεινε κι η ασημένια εκκλησιά.
                                                                                   Στρατς Γιαννκος

Δεν υπάρχουν σχόλια: