10 Αυγούστου 2019

Ο φύλακας άγγελος


 Στρατς Γιαννκος

Ανατολή Ηλίου στα Τουκμάκια
Κόντρα στον άνεμο δεν  πας, ο άνεμος έχει φτερά. Να βαδίζεις πρέπει συνετά στις ρότες που χαράζουν οι άγγελοι. Τι οι άγγελοι ξέρουν απ’ τις παραξενιές του αγέρα ή μάλλον τον κυβερνούν καταπώς οι άνθρωποι διαβαίνουν στον κόσμο.
Είναι εύκολο να πεις θα πετάξω κι εγώ σαν τους αγγέλους, από ψηλά να κοιτώ τη γης, να κουμαντέρνω τα ρέματα του ουρανού. Στην πρώτη όμως προσπάθεια ν’ ανοίξεις τα φτερά σου, θα μουσκέψεις ολόκληρος, θα βαρύνει η υπόστασή σου κι ανήμπορος θα σέρνεσαι στη γης.
Βάλτο καλά στο νου σου άνθρωπε: Μόνο για λίγο θα σηκωθείς, μόνο για μια στιγμή θε να πετάξεις στα ουράνια. Θα  είναι η πιο μαγική ώρα. Θα είναι σύντομη. Μα, θα αξίζει τον κόπο.  Ως εκείνη την στιγμή χρειάζεσαι την υπομονή κι υπακουή, τεράστια υπακουή. Ν’ αφουγκράζεσαι πρέπει τον ψίθυρο  των αγγέλων και των ουράνιων στρατιών τα σαλπίσματα.
Ξεκινάς με μια απλή, λιτή προσευχή στον  Αρχάγγελο του χωριού σου κι απλά του ζητάς να κοπάσει τους ανέμους στη στράτα  σου. Κι ώρα εσπερινή ακολουθάς τη ρότα του ήλιου που βασιλεύει. Τις κλειστές στροφές, τις αλγεινές ροπές του δρόμου, μην φοβηθείς. Θυμήσου τη ζέστα του κόλπου που μεγάλωσες, τα χρώματα του μακρινού πελάγου, το πορφυρό της δύσης.  Κι οπλίσου με τη δύναμη των εικόνων που σου χάρισε γενναιόδωρα το θείο του ήλιου φως. Οπλίσου- οπλίσου με φως, πάρε δύναμη από την αντοχή των καλαμιών της ακρογιαλιάς που αντέχουν στα κύματα και στους βοριάδες. Οπλίσου με το φως του δειλινού που αρματώνονται οι γενναίοι. Είναι η αρχή της έσχατης ώρας, της πρώτης μεγάλης δοκιμασίας. Έρχεται το σκοτάδι, τόσο απαραίτητο για να βρει την αξία του το φως που πρότερα δεν λογάριαζες. Είναι ο δρόμος σκοτεινός, μα αξίζει το πέρασμά του. Οι αλλόφυλοι αδιαφορούν, δεν είναι η ώρα να πιστεύσουν στο θαύμα. Οι γηγενείς κοιμούνται στην καλοπέρασή τους.
 Κι όμως μέσα στη σκοτεινιά κάποια ζωντανά αγρυπνούν.  Δεν σου γαυγίζουν, δεν σε κυνηγούν. Είναι  οι προπομποί, είναι οι  παραστάτες – προστάτες της πορείας σου. Σιγά σιγά περνάς σε άλλον κόσμο. Το φεγγάρι δειλά δειλά στέφει τους  αφάλωνες λόφους.  Πέρα μακριά, στην αντικρινή ανατολή, λαμπυρίζουν αμυδρά οι ακτές. Κι εσύ προχωράς.  Κάνεις τον σταυρό σου, θυμάσαι τους προγόνους σου και προσπερνάς τα κοντινά νησέλια, τα ιερά πάμφυλα χώματα. Είναι ανάγκη να προσπεράσεις, να προχωρήσεις, να φτάσεις στην πρώτη μεγάλη στάση, να ανεφοδιαστείς με θέρμη στην ψυχή και ρέοντα οίνο στο σώμα. Είναι η δωδεκάτη ώρα, εν τω μέσω της νυκτός. Τώρα μαζί σου θα έρθουν κι άλλες ομόφρονες ψυχές.
Έχεις διαβεί ξανά τούτον τον δρόμο. Ξέρεις το κάθε εμπόδιο, την κάθε ανηφοριά.  Κι αν σού  αρνηθούν ενδύματα, κι αν δεν σού δώσουν οβολούς για κεριά και τάματα, τι μ’ αυτό; Εσύ τώρα νογάς. Γελάς  μ’ αυτούς που δεν πιστεύουνε σε θαύματα. Ξέρεις πως κάποτε θα φθάσεις κι ο κόσμος θα είναι ακίνητος και κοιμισμένος. Εσύ ολονυχτίς τρέφεσαι με λογιών λογιών παράξενα θαύματα. Εσύ βλέπεις τους αγίους ακίνδυνους, τα ζώα να κολυμπάνε στα καντήλια, οι γάτες να γατζώνονται στα φουστάνια της Παναγίας, οι τραπεζίτες να  ρίχνουν παραγάδια στη ζωή και τη Φιφή να ψάλλει αμέριμνη τη μοναξιά της, αντάμα με έναν αλεβίτη ταξιδευτή.
Αχ, άγιε Φανούριε, ύψιστε των ονείρων ερμηνευτή, τούτη δω η νύχτα είναι μαγική. Αφήνουμε  ενέχυρο το ζορμπαδιλίκι μας σε τούτη την ακτή κι ευθεία πια συνεχίζουμε.  Σαν δεις τα πρώτα θαύματα, εκεί στις πρώτες ευθείες, αρχίζει σιγά σιγά να μην εμπιστεύεσαι παραμορφωτικών φακών τα οράματα. Αφουγκράζεσαι τα πάθη του άλλου και λες δεν είναι τίποτα τα δικά μου. Εμπιστεύεσαι το θείο φως και  πετάς τους παραπλανητικούς ανθρώπινους φακούς. Οι τελευταίοι, να είσαι  βέβαιος, δεν διώχνουν τα φίδια. Μόνον έτσι Βασίλη μου γίνεσαι Βασιλεύς-  Βασίλειος και Στρατή μου πετάς τα παράσημα και τα ματογυάλια σου και γίνεσαι Ευστράτιος. Φτάνει να έχεις κουκούτσι μυαλό, να δεις πως τούτο δω που ζεις δεν είναι όνειρο, μα  ένα θαύμα. Πάντα ζεις  για μιαν αλήθεια, μα η αλήθεια πάντα θα βρίσκεται μπροστά σου. Ερμήνευε λοιπόν τον κόσμο, όχι κατά πώς τον θέλουνε οι γραμματείς κι οι φαρισαίοι, οι καθωσπρέπει, οι λογιστές, οι ορθολογιστές, οι σοφολογιότατοι. Ερμήνευε τον κόσμο όσο πιο απλά μπορείς.  Κάν’ τον να γίνει ένα με τα ζωντανά του. Κι ο σκύλος που σε συντροφεύει χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων, ο σκύλος που ορμά στους απρόσεκτους οδηγούς που συναντάς στον δρόμο  σου, το ζωντανό  που θα ερευνήσει το κάθε τρίστρατο και κρυφό μονοπάτι, είναι ο φύλακας που στέλνει ο άγγελός σου. Ναι η Παναγία είναι η Δέσποινα, η Τριχερούσα και Τυχερούσα , όπως την έπλασε και την τραγούδησε η φαντασία της κάθε απλής χωριάτισσας. Και βγάλτε εσείς μέγιστοι των πανεπιστημίων   δικαστές τις αποφάσεις σας κι εξορίστε εμάς που πορευόμαστε σε άλλον κόσμο. Πλειοδοτήστε σε ύλη. Φάτε όλον τον κόσμο να χορτάσετε. Η ύλη βρε ζυγίζει κάτι κιλά, μα το πνεύμα είναι ανάλαφρο, δεν χωρά σε πανεπιστημιακά ζύγια. Εμείς, αύριο, θα ζυγιάζουμε τα φτερά μας και θα πετάμε στα ουράνια.
 Η ώρα περνά, οι ευθείες ατέλειωτες, ο ήλιος προβάλλει από τα  αντικρινά βουνά.  Πόσο  ωραία είναι η χαραυγή!  Τζάνεμ, τούτη εδώ η πορεία  είναι γλυκιά, πολύ γλυκιά. Αξίζει τον κόπο να ‘ρθεις, να δεις το μέγα του Ταξιάρχη θαύμα. 
Είναι για λίγο… αλήθεια… για μια στιγμή. Για μία μόνο στιγμή. Είναι το ξαφνικό φως. Είναι το σκάσιμο των χειλέων του Αρχιστράτηγου. Κι έπειτα το στιγμιαίο   της ανακούφισης δάκρυ. Είδομεν  το φως !

Δεν υπάρχουν σχόλια: