23 Μαΐου 2008



ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ ΠΛΟΥΣ

ΚΑΙ

Η ΚΙΝΟΥΜΕΝΗ ΑΜΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Ή

Η ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΓΑΛΗΝΗ ΤΩΝ



_ ΛΕΞΙΠΛΑΣΙΑ ΙΝ TERRA POETICA_



ΝΙΚΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΤΗΣ ΕΠΟΙΕΙ



Περιμένουν από σένα τις νύχτες

Να φάνε από σένα τα κομμάτια σου

τις σάρκες,το αίμα , την ψυχή σου στο χάραμα

Γιατί νομίζουν έτσι, πως περνάνε για λίγο

Στον παράδεισο.



(α )

Εάν σου πω πως έφτασες

στο Μέγα αυτό ύψος

της Χείμμαιρας και του Παλμού

στο Χάος ετούτο το βαθύ, του Λεκτικού Λιμού

Ουράνιες Πείνες να κορέσεις άφρων

Εσύ που μες τα βάραθρα του κόσμου μένεις άρχων

της Ποίησης, μιας φλογερής ορμής απ’ το Υπερπέραν

μιας έξης ανερμήνευτης πληγής μες στον αέρα.


Όραμα μέγα, κι ανυπόθετον

αμβλεία σιγή, ρίμα ανυπόστατη για σώας φρένας

θα παραμείνουμε, στοχαστικοί, ηδείς, βαθήκοοι – ένας –



Κι εσύ άδολα γυμνοπαιδιές θα παίζεις στα θρανία

πυρά να βάζεις για να καις τη θλιβερή ανία.

Αισθήσεις ν’ απολαύσεις νέες και οράματα θα τρέχεις

για να βρεις γυμνά

χωρίς ψιμύθια, ανυπερθέτως εύσχημα, χωρίς μια μνα

να εξαγοράσεις θεία πνοή, εστία και λαύρα

περίλυπος να στέκεσαι, σιωπών ανάμεσα στην πανική τη χαύρα.

Κι έτσι το Λόγο με το θείο γιουρούσι θα γυμνώσεις

εκεί που τέλος και αρχή η Μνήμη πια δεν έχει

Στο Μέγα Λόγο θα στραφείς και πάλι

εκεί που κουρασμένοι φύγανε, τρέμοντας σύγκορμα

από ταραχή , οι άλλοι.

Στο Μέγα λόγο που ‘ναι ο στοχασμός της Νύχτας

μα πιο πολύ μάτι που αισθάνεται και ρίγος

Αλίμονο, τι νίκη Πύρρεια, που χάσαμε το σφρίγος

Βάλε φωτιά και κάψε τις σκιές

Για λίγο δεν γίνεται να συγκρατείς την ευτυχία

Πρέπει να εισδύσεις μέσα της και να χαθείς για πάντα

_Ίσως σε μιαν ευάλωτη και θρυλική Οκτάνα_



Πάρε το Νείκος και την Έριδα

το καύμα και τη δρόσο, στα ολόλευκα μουστάκια

του Ηράκλειτου, Νύχτα και Μέρα.

Δάσκαλε των παιδιών το ξέρεις.

Η Βασιλεία αυτού του κόσμου είναι δική τους.

Βασιλεία άλλη δεν υπάρχει.



Φέρε τα κότσια και παίξε μες τις αίθουσες

πίσω από ανατραπέντες μαυροπίνακες.

Η εκπαίδευση είναι μια λύπη.

Και μέσα στη χωματερή τούτου του κόσμου

τυχαία ράκη που ‘ναι όλα τους ριγμένα

θεοί και στόματα, δράκοι και μηχανές

ψιλή μαρμαρυγή κι εκλέκτορες που τυμπανίζουνε το ψέμα

για να χωνεύουνε κάλλος κι ανάγκη.

Φέρε μεζέδες οινοδίαιτους, τη χείμαιρα και τη δροσιά,

τη ψαύση και τον οίστρο

Φέρε και την ανέσπερη και φλογερήν οκτάνα.

Και κάνε παίγνια και καθαρμούς

την χλόη φάε και την πέτρα,

το τρυφερό χταπόδι και την ήβη.

Και στα θολάμια γύρισε βασιλικά

ν’ απωλεσθείς σε νικηφόρο Άδη.



Κι ύστερα τράβηξε στα θαλερά ουζερί

που ανθίζουν τα πιο γαλάζια τριαντάφυλλα.

Στον οινόφλυγα πόντο πάνω ξεκουράσου

στην ποντιάδα αύρα απέλυσε το σώμα σου

Μια νύχτα. Στολίσου χείμμαιρα και γη οπτή.

Φόρα τα σκούρα επινίκια γυαλιά σου

και παραδώσου ελεύθερος, γενναίος , δυνατός.

Μ’ ορμή οφιδοκτόνου

μέσα στο μέλλον που υπάρχει ήδη.




ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ ΑΫΠΝΗ : ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΙΚΟΛΑΝΔΗΣ


κι ύστερα ο παπάς από την Κολοφώνα, γυναικολάτρης

και οινοδίαιτος, διέταξε την απόλυση.

…< Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον άρτον μόνον, θα ελλατωθούν κατά μερικά κομμάτια ουρανού
>


(β)



Τι να σκιρτά ανάμεσα από τα φεγγάρια του μυαλού

σαν τη μεγάλη τη φωτιά ανάβεις μες τη νύχτα

ώρες και ώρες έστρεψες το βλέμμα κατ’ αλλού

για να μπορείς να πεις ξανά, πως νίκησες την ήττα





Έτσι προχώρησες

πιο μέσα από τη νύχτα

Εκεί όπου το φως παίρνει φωτιά

άμα θα βρει σκοτάδι

Στα παραπήγματα των δυτικών συνοικιών

αγήματα αθιγγάνων ψάχνοντας το μυθικό κλειδί

γράφουν ποιήματα στη θέα τους

την πάλλευκη Ιόνη με τους ωχρούς αστραγάλους.

Κι εσύ ανίδεος, ίσως με πονηρό χαμόγελο όλο αιχμή

γαιώδης ταύρος αγαθός, με το μέλος σου πάντοτε έμφορτο

για συνευρέσεις, είτε σωμάτων, είτε ποιημάτων.

Πίνεις αέρα, σπάζεις σκληρά παραπετάσματα

και διαλαλείς τα φλογερά ποτάμια της Ιστορίας

πίσω από τ’ Αρτεμίσιο.

Σελήνες, ίνες γυναικών που δεν διαπέρασες

Αλόη, Ιλόα, γράμματα και τετραψήφια κρύσταλλα.

Κλειδάριθμοι κι ονόματα που βγαίνουν μέσα από καπέλα

μάγων. Αρώματα που δεν γνωρίζουμε, μόνον ονόματα

μας σώζουνε για λίγο, πίσω απ’ αυτά , τους νάρδους

και τους νάρκισσους και τις σελάνες, το μέλλον πρέπει

μάλλον να μυρίζει χώμα.


Αν και θ’ απωλέσεις το πρωτόκτιστον κάλλος,

παιδίον νέον θα γεννηθεί, από την τέφρα ενός παραναλλώματος.

Καύσε τις λέξεις και τα αισθήματα

το πάθος σου για μιαν Ελένη, στη μυστική χοάνη

Της αγάπης σου αποτέφρωσε, μέλη και μνήμες

που δεν κράτησες, στιγμές και στόματα που κάποτε

διαπέρασες μες την αλκή.

Τώρα που ανδρώθηκες με πείρα και με νου

Χάρισμα Χρόνου Ακάμαντου του Πείσμονα Βοδιού.



Κι αν ξαστοχήσει η φλέβα μας την ώρα που διψά

και πια ρουφήξει αίσθηση πιο πάνω από το Μέτρο

στη βίγλα του Αθάνατου Θανάτου θα μεθάς

και τη μεγάλη τη Φωτιά θ’ ανάβεις μες τη νύχτα.



Στις τελετές της Άνοιξης μια μαλακή ευνή

θα σου ανοιχτεί, για να πλαγιάσεις σ’ ένδροσο βράδυ.

Τα όνειρά σου θα ‘χουν φως και κάτι από τον Άδη

ρόδων στοχαστικών, όσων δροσιά απέπνεαν ακόμη

κι έβλεπαν μόνον αυτοί, θαύμα που έφεγγε σα φως

λυτρωτικό οι γυμνοί της ώμοι.



Μα κάποτε αν στοχαστείς πως η ομορφιά τελειώνει

σε ύψος βαθύ θα σηκωθούν τα επίγεια ερωτήματα

θλίψη μακρόσυρτη, φωνή χωρίς λαλιά, γλώσσα και νους

με τα κενά φωνήματα





Εκεί θα δεις ολόγυμνο μέσα στη νύχτα

το Θαύμα που πετάγεται αγγελικό

να καταλύει την Ήττα

Στο Αλφάβητο ξανά θα γυμναστείς
και θα φωνάξεις Σύγκορμος, Άλφα και Βήτα.






ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΙΟΛΙΔΑ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: