28 Οκτωβρίου 2018

ΤΑ ΝΗΣΕΛΙΑ


ΤΑ ΝΗΣΕΛΙΑ
                          
                               Στρατῆς Γιαννῖκος

Έχει πολλές ομορφιές το νησί! Και κρυμμένα μυστικά. Κάθε γωνιά του και μια ιστορία. Κάθε περιοχή και  διαφορετική φυσιογνωμία. Άλλα μέρη του κοιτούν το ανοιχτό πέλαγο. Άλλα αντικρίζουν την Ανατολή, τη μαγική Τρωάδα. Κι άλλα, περίκλειστα από βουνά,  τα περιγιάλα των Κόλπων  λογιάζουν και μαγεύονται. Κι ανάλογα στο που ζουν οι άνθρωποι,  είναι  και το πλάσιμο των χαρακτήρων.
Ευτύχησα να έχω ζήσει σ’ αυτόν τον παράδεισο. Ευτύχησα να έχω ρίζες από ένα χωριό ξεχωριστό. Τούτα δω θυμήθηκα, σήμερα 26 του Οκτώβρη, σαν απολειτούργησε  η εκκλησιά και κατέβαινα τις σκάλες του Άι Δημήτρη στον Πειραιά,  συνοδεύοντας τους μαθητές του σχολείου μου.  Είχα ξεχάσει  να ανάψω ένα κερί και προβληματιζόμουν. Έψαχνα για δικαιολογίες, περιπλανιόταν οι σκέψεις μου. Άρχισα να σκέφτομαι  πως η προσευχή  δεν έχει σχέση μόνο με ναούς, τυπικές μετάνοιες, κεριά που ανάβουν, κεριά που σβήνουν, ύμνους, αίνους και παρευρέσεις σε λειτουργίες. Προσευχή πραγματική είναι να αγαπάς τη δουλειά σου, να χαίρεσαι   τους μαθητές σου που παρελαύνουν γελαστοί. Να χαίρεσαι τις μαθήτριες που χαζεύουν τις βυζαντινές αγιογραφίες και αναρωτιούνται ποιοι να ήταν οι άγιοι οι ιστορημένοι στους τοίχους των εκκλησιών.
Και ξαφνικά την ώρα της λειτουργίας του παπά να ακούγεται: «Κύριε κοιτάξτε ψηλά, τα 4 Β της Ιστορίας», «Βασιλεύ Βασιλέων Βασιλεί Βοήθει». Ναι, αυτή είναι η πραγματική προσευχή: να βλέπεις τα παιδιά να γίνονται ένα με τα τέσσερα Β της Ιστορίας κι άσε τον παπά με τις ψαλμωδίες του.  Γιατί κάθε άνθρωπος γίνεται βασιλέας αν αφήσει ελεύθερη την ψυχή του να αρμενίζει ανάμεσα στα τόξα των ναών. Τότε ανάβουνε χιλιάδες κεριά, προσφορά μνήμης στους ανθρώπους μας που έφυγαν. Κι είναι οι άνθρωποι μας εκεί ψηλά, ανάμεσα στα φτερωτές στρατιές των αγγέλων, κάτω από τον τρούλο, στυλοβάτες του ουράνιου θόλου. Τότε ο ναός παίρνει φωτιά κι ας μην το βλέπει, ας μην νογά το εκκλησίασμα.
Τούτα ήταν που αναλογιζόμουν σαν κατέβαινα την κλίμακα της εκκλησιάς. Κι ως έφθασα στο πεζοδρόμιο δεν προσγειώθηκα στην πραγματικότητα. Η θύμησή μου πήγε στη γιαγιά Ελένη την Παφλιώτισσα. Κάθε 26 του Οκτώβρη  η γιαγιά να σού ιστορεί για τον παππού, τον Δημητρό,   και να ψέλνει  το τροπάριο του Αγίου Δημητρίου: « Μέγαν εύρατο, εν τοις κινδύνοις σε υπέρμαχον η οικουμένη». Κι απέ από την «οικουμένη» του τροπαρίου να σου ερμηνεύει τη λέξη Πάμφυλα: «Ούλις οι φυλές μουρόμ’» , «Ούλις οι φυλές υπήρχαν στο χωριό».
Από τότε φαίνεται μου εντυπώθηκαν στο πιο ψηλό σημείο της μνήμης τα Πάμφυλα. Ήταν για μένα η «Οικουμένη όλη». Η εκκλησιά του χωριού, οι γνωστικοί, οι τρελοί του χωριού, οι βρύσες, το τρελονέρι, η μάνα, οι μπαρμπάδες, τα νησέλια. Τα τελευταία ήταν ένα μυθικό για μένα μέρος. Τα νησέλια που τόσα και τόσα είχα ακούσει. Κι η μάνα, η άγια μάνα, γι αυτά  συνέχεια  να μου μιλά.
Η γιαγιά Ελένη στα Νησέλια
Είχε έναν παράξενο τόνο η φωνή της. Δεν ξέρω ακόμη αν ήταν η αγωνία της αν κάποτε καταφέρω να την καταλάβω, αν κάποτε νιώσω την αγάπη της, αν ποτέ καταφέρω να τα αγαπήσω, αν είναι πειστική αν, αν… Κι εγώ;  Ήταν ίσως το μόνο που ζήλευα από τη μάνα. Θα ‘θελα να είχα ζήσει κι εγώ στα Νησέλια. Θα ήθελα κι εγώ να ήμουν ένας από τους απλούς ήρωές τους. Να ζω σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Να απλώνω, σαν τη Χιόνα, τη μάνα μου,  τα  πόδια μου στη θάλασσα και να κουλουριάζονται  γύρω τους τα χταπόδια. Να ορμώ το καταμεσήμερο στο μποστάνι και να σπάζω πάξα τα καρπούζια.  Να παίρνω τη βάρκα του παππού και να ξανοίγομαι στο πέλαγο. Να ξυπνώ τα πρωινά από τον παφλασμό των κυμάτων, σαν κτυπούσαν στους τοίχους του εξοχικού μας. Να ανοίγω τις αυγές το παράθυρο και ν’ αγναντεύω τη θάλασσα και την αντικρινή   Ανατολή.
Ζούλεβα τη μάνα μου, ζήλευα τα Πάμφιλα με τα νησέλια τους. Ώσπου ήρθε η στιγμή που ο θείος Βασίλης   με ταξίδεψε στα νησιά  των ονείρων μου. Ξεκινήσαμε από το πατρικό σπίτι, ποδαρόδρομο. Η αγωνία μου μεγάλη. Περπατήσαμε κανένα τέταρτο με εικοσάλεπτο μέσα από τα αγροκτήματα ώσπου πήραμε την κατηφόρα για τη θάλασσα. Περίμενα να δω νησιά, πολλά νησιά. Η ματιά μου κοιτούσε μακριά, πολύ μακριά. Νησιά όμως δεν έβλεπα. «Πού είναι θείε τα νησιά, πού είναι τα νησέλια;». Η απάντηση κοφτή: «Άνοιξε τα μάτια σου κι έχε καθαρή καρδιά». Δεν τόλμησα να ξαναρωτήσω. Έμεινα σιωπηλός, δεν τολμούσα να αμφισβητήσω τον θείο, τον σοφό. Φθάσαμε στην παραλία, περπατήσαμε για εκατό περίπου μέτρα στην ακρογιαλιά. Ο θείος στάθηκε μπρος σ’ έναν γκρεμισμένο τοίχο, τον αγκάλιασε με το ένα του χέρι, με το άλλο ακούμπησε  στον ώμο μου, λέγοντας: « Εδώ είναι τα Νησέλια».
Παράξενο, μα η εικόνα του τοίχου, δεν στάθηκε εμπόδιο, δεν γκρέμισε το όνειρο. Ίσα, ίσα που το όνειρο πλάτυνε και χώραγε όλον τον κόσμο. Το όνειρο έγινε μύθος. Τα Νησέλια πήραν την οικουμενική διάσταση που έπρεπε να έχουν. Ο ποιητής μίλησε για τον «κόσμο τον μικρό, τον μέγα». Κι ετούτος δα ο κόσμος ήταν μικρός, ήταν μεγάλος, μέγιστος, οικουμενικός. Από τότε ανέβαζα τα Νησέλια μου πολύ ψηλά. Άυλα, ασώματα, όπως οι αγγέλοι. Μα και γήινα όπως οι πλίνθοι από τα γειτονικά καμίνια της Θερμής. Τα χαίρομαι σαν γαληνεύει η θάλασσα. Κι ως μουγκρίζουν οι ουρανοί και φουρτουνιάζει  το πέλαγο και τρώει  τους πλίνθους, παίρνω πηλό και ξαναχτίζω τα όνειρά μου. Εκεί πάντα θα κατοικούνε, θα ανοίγουν τα παραθύρια τους να μπει η αύρα της Ανατολής.
Φέτος του Αγίου Δημητριού  δεν άναψα ένα κερί στην εκκλησιά. 
Ανήμερα του Αγίου Δημητριού φωτίσθηκε το όνειρό μου από χιλιάδες αναμμένα κεριά …στη θάλασσα. Τα Νησέλια μας.




Δεν υπάρχουν σχόλια: