25 Νοεμβρίου 2017

ΤΑΞΙΑΡΧΕΛΛΙΜ’


                                                       του Στρατή  Γιαννίκου

Η μάνα να περπατά στα κύματα! Άγιος Νικόλαος, Πάμφυλα!  

     Γεννήθηκε αντίκρυ της Ανατολής. Στα νησέλλια της πάμφυλης ανατολής, ολημερίς, σεργιανούσε. Από χιόνι ο τόπος της δεν γνώριζε. Πού και πού μια δυο μέρες του χειμώνα να άσπριζαν οι νιφάδες το χωριό της.  Ως νύμφη ανύμφευτη,   την μεγαλώναν οι γονιοί της  κι οι τρεις αδελφοί, διπλά και τρίδιπλα την αγαπούσαν.
Κι ως  σπάνιο το χιόνι, σπάνια κι η αδελφή κι η κόρη. Απαλό, λευκό, κάτασπρο το δέρμα  της , «λευκοτέρα χιόνος», που θα ‘λεγε κι ο θείος Πλάτων. Χιόνα την παρωνόμιασαν κι ως χιόνα απαλή  καλοσυνάτη αποκρίνοταν  στα καλέσματα των δικών της κι έλιωνε  για τον καθένα τους.
Μα σαν ήρθε η ώρα της παντρειάς,  πιάστηκε η καρδιά της σαν είπαν να την ζευγαρώσουν σε ξένο τόπο  τριγυρισμένο από βουνά. Μα, πάντα πρόθυμη κι υπάκουη στους δικούς της, έσφιξε την καρδιά της κι είπε να αφήσει τις ομορφιές της Ανατολής. Ήρθε ξένη, σε τόπο  σκληρό στα ανθρώπινα αισθήματα. Μόνη της παρηγοριά, πότε να ‘ρθει η άνοιξη ν ‘ ανθίσουν οι τριανταφυλλιές της αυλής, να ευωδιάσει η νυχτιά και να φωτιστεί    από τα λευκά του γιασεμιού άνθη.  Κι έτσι, φωτίζονταν η ψυχή της και άντεχε ως να ‘ρθει το καλοκαίρι της, να κατεβεί στις δροσιές και στα νερά του  περιβολιού, να νιώθει την αύρα της θάλασσας και να θυμάται την πάμφυλη πατρίδα.
Κι άντεξε έναν και δυο και τρεις χειμώνες με συντροφιά του Ταξιάρχη τα φτερά. Τι ο άγγελος μηνύματα απαντοχής της έστελνε, ξένος κι αυτός σε τόπο άξενο. Δεν άντεξε η καρδιά της, μαχαίρι στα σωθικά ο κάθε πικρός λόγος. Στενός ο τόπος, στένωσαν οι βαλβίδες της καρδιάς, μα η Χιόνα στο τέλος άντεξε. Κι είπε στα πόδια μου θα σταθώ, θα πολεμήσω.
Λαβωμένη ήταν σαν γέννησε τ’ αγόρι της κι είπε να το  αφιερώσει στων Ουρανίων Στρατηγών τον Αρχιστράτηγο. Τον βάφτισε Στρατή. Με προσευχές περάσαν οι χειμώνες της Χιόνος. Πάντα στο ίδιο το στασίδι, πίσω  από το αριστερό ψαλτήρι κάθε Κυριακή, να κοιτάζει λοξά, απέναντί της, τη θεόρατη τοιχογραφία του Ταξιάρχη και να μονολογεί μια στον μικρό Στρατή και μια στον Ταξιάρχη. Κι ως ο ιερέας διακονούσε τον Θεό κι  ανθρώπινες ικεσίες μεταβίβαζε στους ουρανούς, η λειτουργία της  Χιόνας ήταν το μωρό της.
Μιας που κοίταζε τον μικρό Στρατή κι έλεγε:
_ Μουρέλλι μ’ συ! Μουρέλλι μ’  συ!  
Και μιας  τον Ταξιάρχη:

_ Ταξιαρχέλλιμ’  συ ! Ταξιαρχέλλιμ’ συ! Βουήθα του μουρέλλιμ’ !

Δεν υπάρχουν σχόλια: