19 Απριλίου 2015

ΠΕΡΙ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

                                                                                                                              Στρατῆς Γιαννῖκος


Η Αθήνα είναι η πιο δοξασμένη πόλη της Ελλάδας, φήμη που απέκτησε κυρίως τον 5ο π.Χ. αιώνα, μεγάλο μέρος της οποίας οφείλεται στον Πειραιά, το μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου την εποχή εκείνη. Η Αθήνα εξαρτάται άμεσα, στρατηγικά και οικονομικά  από το επίνειό της.  Ο Πειραιάς έχει αποκληθεί από τον Θουκυδίδη ως  «Εμπόριον της Ελλάδος, εις ό εισέρχεται δια το μέγεθος της πόλεως εκ πάσης γης τα πάντα».
Η  σημασία του Πειραιά για τη διατήρηση της ηγεμονίας των Αθηνών φαίνεται από την ιδιαίτερη μνεία του Αριστοτέλη στο έργο του «Αθηναίων Πολιτεία», όπου υπάρχουν δεκατρείς αναφορές για τον Πειραιά του 5ου π.Χ. αιώνα. Οι αρχαίοι Αθηναίοι  πίστευαν ότι η ασφάλεια της πόλης των Αθηνών, ήταν σε άμεση  σχέση με  την  ασφάλεια του Πειραιώς, γι αυτό και  το ενιαίο της τείχισης Αθηνών και Πειραιώς, μέσω των Μακρών Τειχών.

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Ο Πειραιάς εμφανίζεται δυναμικά στα ελληνικά πράγματα από την εποχή του Θεμιστοκλή και έπειτα, από τότε οι μοίρες Αθηνών και Πειραιώς είναι αλληλένδετες. Κατά τον Θουκυδίδη, ο Θεμιστοκλής ήταν ο πρώτος που «τόλμησε να πει στους Αθηναίους ότι έπρεπε να στραφούν στη θάλασσα». Από το 483 π.Χ. ,  στρέφει την προσοχή των Αθηναίων στα καράβια και όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος «Ἐκ δὲ τούτου κατὰ μικρὸν ὑπάγων καὶ καταβιβάζων τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλασσαν». Τη χρονιά εκείνη ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να παραχωρήσουν το μερίδιο τους από τους προσόδους των μεταλλείων Λαυρίου, ως δάνειο για την ναυπήγηση 100 τριήρεων.  Η απόφαση αυτή συνετέλεσε ώστε να γεννηθεί μια μεγάλη  ναυτική δύναμη.
Πίστευε τόσο πολύ στο ρόλο που μπορούσε να διαδραματίσει ο Πειραιάς, ώστε να σκέφτεται σχέδιο μετοικεσίας των Αθηναίων στον Πειραιά,  γιατί σύμφωνα με τον Θουκυδίδη,  «νόμιζε ότι ήταν πιο χρήσιμος από την επάνω πολιτεία και ορμήνευε συχνά τους Αθηναίους, αν ποτέ νικηθούν στη στεριά να κατέβαιναν στον Πειραιά και με καράβια να αντισταθούν στον καθένα».
Το σχέδιο του ερχόταν σε σύγκρουση με τον συναισθηματισμό των Αθηναίων, οι οποίοι ήταν στενά συνδεδεμένοι με την πόλη τους, αλλά και με  την αντίδραση των συντηρητικών της πόλης που φοβόντουσαν ότι ο λαός λόγω της ναυτικής και εμπορικής ανάπτυξης θα αποκτούσε δύναμη εις βάρος τους.
Θεωρούσε απαραίτητο ότι έπρεπε να υπάρχει ενιαία οχύρωση  της Αθήνας με τον Πειραιά, για να έχει η Αθήνα άνετη πρόσβαση στη θάλασσα. Τα οχυρωματικά έργα του Πειραιά  άρχισαν το 493/2. Η τείχιση του Πειραιά και η ραγδαία ανάπτυξή του αντικαθιστούν το ρόλο που διαδραμάτιζε, ως τότε, ο ανοιχτός όρμος του Φαλήρου που ήταν το πιο κοντινό σημείο επικοινωνίας της πόλης των Αθηνών με τη θάλασσα.
Aπό την εγκυκλοπαίδεια του ΗΛΙΟΥ
Η σπουδαιότητα της οχύρωσης του Πειραιά και των Μακρών Τειχών φαίνεται από το ότι : α) Οι μεγάλοι δρόμοι της Αθήνας ήταν τρεις, η Ιερά Οδός και οι δύο δρόμοι με τους οποίους συνδέονταν με τον Πειραιά, ένας για τους πολίτες και ένας για στρατιωτικούς σκοπούς β) Η τείχιση των Μακρών Τειχών συνέβαλε στην έκρηξη του Πελοποννησιακού Πολέμου γ) Το στρατηγικό σχέδιο των Αθηναίων  στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου προέβλεπε την εγκατάλειψη των πεδιάδων της Αττικής και τον εγκλεισμό τους στα Μακρά Τείχη δ) Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, επειδή οι Σπαρτιάτες είχαν καταλάβει την ύπαιθρο της Αττικής και η πομπή των Ελευσινίων Μυστηρίων ήταν αδύνατη μέσω της Ιεράς Οδού, η πομπή προς την Ελευσίνα γινόταν με πλοία από το λιμάνι του Πειραιά.  ε) Ένας από τους όρους με τη λήξη του πολέμου, το 404 π.Χ. επέβαλε την καταστροφή των Μακρών Τειχών και των οχυρωματικών έργων του Πειραιά.

ΙΠΠΟΔΑΜΟΣ – ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ –
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ
Ένα σύγχρονο στρατηγικό, ναυτικό και εμπορικό κέντρο προϋπόθετε την ύπαρξη μιας σωστά σχεδιασμένης πόλης. Το έργο ανέλαβε ο Μιλήσιος αρχιτέκτονας Ιππόδαμος, το 460 π.Χ. Η καινούρια πόλη που θα σχεδιάσει ο Ιππόδαμος, θα αποτελέσει την προωθημένη θέση των Αθηνών. Η πόλη είχε χτισθεί απόλυτα συμμετρικά, με δρόμους που τέμνονταν κάθετα. Με το έργο του η πόλη διαιρέθηκε σε τρεις τομείς: α) τον ιερό, β) τον δημόσιο, γ) τον ιδιωτικό.
Ο Πειραιάς διέθετε τρία μεγάλα φυσικά λιμάνια: α) του Κανθάρου για εμπορικούς και πολεμικούς σκοπούς, β) της Ζέας και γ) της Μουνυχίας τα δύο τελευταία για χρήση του πολεμικού ναυτικού.
Κατασκευάσθηκαν  δύο αγορές : α) του Εμπορίου και β) η Αγορά των Ελευθέρων, που ονομαζόταν και Ιπποδάμειος Αγορά.
 Στο Εμπόριο, που βρισκόταν στην περιοχή από τον Άγιο Νικόλαο ως την Ακτή Τζελέπη, υπήρχαν δύο οικοδομήματα :  α) Το Δείγμα, ο χώρος κοντά στα αγκυροβόλια των πλοίων, όπου οι έμποροι εκθέτανε δείγματα από τα εισαγόμενα προϊόντα με την ελπίδα να προσελκύσουν καταναλωτές  και  υπήρξε το πρώτο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του κόσμου. β) Η Μακρά Στοά ή Αλφιτόπολις που ιδρύθηκε την εποχή του Περικλή και χρησίμευε ως αποθήκη σίτου.
Η  Ιπποδάμειος Αγορά προορίζονταν για τους κατοίκους της Ζέας και τα Μουνυχίας. Οι αρχές είχαν στραμμένη την προσοχή τους στο να μην πλησιάζουν ξένοι και τα πληρώματα των πλοίων που κατέφθαναν στο λιμάνι για να μην υπάρχει κανενός είδους διαφθορά.   Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνουμε την παρέκβαση και να τονίσουμε ότι είναι λάθος να ονομάζουμε τη σημερινή  γνωστή πλατεία  του Πειραιά, Πλατεία Ιπποδαμείας, γιατί πήρε το όνομά της από τον Ιππόδαμο και όχι από την Ιπποδάμεια την κόρη του βασιλιά της  Πελοποννήσου Οινόμαου. Το σωστό είναι Πλατεία Ιπποδαμείου Αγοράς.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ –ΕΜΠΟΡΙΟ
Οι βιομηχανίες ασχολούνταν κυρίως με την ναυπηγική, την αγγειοπλαστική, την υφαντουργία και την κατασκευή όπλων. Αρκετές από αυτές απασχολούσαν πολλούς εργάτες. Ο βιομήχανος  Κέφαλος για παράδειγμα, πατέρας του ρήτορα Λυσία, διατηρούσε στον Πειραιά οπλοποιείο στο οποίο εργάζονταν 120 δούλοι.
Το μεγαλύτερο μέρος του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου διεκπεραιώνονταν μέσω του λιμανιού του Πειραιά. Αυτό οφείλονταν στην τέλεια οργάνωση που είχε το λιμάνι και στο ότι η διακίνηση εμπορευμάτων από την ξηρά ήταν δαπανηρότατη. Η μεταφορά για παράδειγμα κεραμιδιών από την Κόρινθο στην Ελευσίνα μέσω ξηράς στοίχιζε δώδεκα φορές περισσότερο απ’ ότι αν πραγματοποιούνταν από τη θάλασσα. Η χωρητικότητα των πλοίων της εποχής μπορούσε να φθάσει τους 300 τόνους. Σε περιόδους ακμής το σύνολο των εισαγωγών-εξαγωγών έφθανε τα 10.000 τάλαντα τον χρόνο.
Το εμπόριο διεξάγονταν κυρίως με τον Βόσπορο και την Αίγυπτο και κατά δεύτερο λόγο με το Βόρειο Αιγαίο, τη Φοινίκη, την Ιταλία, τη Δυτική Μεσόγειο και την Κυρήνη.  
Στο λιμάνι γίνονταν οι ναυτικές συναλλαγές, όπως οι μισθώσεις, οι αγορές οι πωλήσεις πλοίων, ο ορισμός των ναύλων, η εκλογή των πληρωμάτων, η σύναψη ναυτοδανείων. Οι όροι των δανείων ήταν σκληροί. Οι τόκοι έφθαναν το 1/3 του κεφαλαίου, γιατί το φορτίο διέτρεχε τριπλό κίνδυνο: α) ναυαγίου, β) επίθεσης από τους πειρατές και γ) λεηλασίας από το ίδιο το πλήρωμα του.
 Όλα τα είδη, εισαγόμενα και εξαγόμενα πλήρωναν φόρο 2%. Μόνο κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο οι Αθηναίοι αναγκάζονταν να αυξήσουν το φόρο στο 5% («εικοστή»). Την είσπραξη των δασμών είχαν αναλάβει ειδικοί υπάλληλοι, οι ελλιμενιστές (τελώνες ). Η ανάθεση των δασμών  στους ελλιμενιστές γινόταν με δημοπρασία.
Τη μεγάλη εμπορική σημασία του Πειραιά μας τη δείχνει ο ορισμός των οικονομικών και διοικητικών αρχών. Από τη Βουλή ορίζονταν 10 αστυνόμοι, οι 5 για τον Πειραιά, 10 αγορανόμοι, οι 5 για τον Πειραιά και 10 μετρονόμοι, οι 5 επίσης για τον Πειραιά.
Οι αγορανόμοι επέβλεπαν την ποιότητα των προϊόντων, οι μετρονόμοι είχαν την μέριμνα του ζυγίσματος και των μέτρων που χρησιμοποιούνταν και τον έλεγχο της τιμής των δημητριακών  φρόντιζαν οι σιτοφύλακες και «επιμελητές εμπορίου».  Οι τιμές κυμαίνονταν από χρονιά σε χρονιά. Πολλές φορές παρατηρούνταν μέσα στην ίδια ημέρα αυξήσεις κατά 20% ή και 30% λόγω φημών που διέσπειραν οι χονδρέμποροι και οι εισαγωγείς, ότι δήθεν ο Ελλήσποντος έκλεισε, ότι ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες ή ότι ένα μεγάλο πλοίο βούλιαξε.
Ενδεικτικό  της εμπορικής δύναμης του Πειραιά είναι το ότι τον 4ο αι. (340 π.Χ.), εποχή που η δύναμη της Αθήνας είχε μειωθεί σε σχέση μ’ αυτήν που είχε επί Αθηναϊκής Ηγεμονίας του 5ου αι., από τα 230 σιταγωγά που εκτελούσαν τη γραμμή Πόντου –Αιγαίου, τα 180 ήταν αθηναϊκά.

 
Aπό την εγκυκλοπαίδεια του ΗΛΙΟΥ
ΟΙ ΜΕΤΟΙΚΟΙ  ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Από την εποχή του Θεμιστοκλή που η Αθήνα έγινε σπουδαίο εμπορικό και ναυτικό κέντρο, πλήθος ξένων έρχονταν να εγκατασταθούν στην Αθήνα και στον Πειραιά. Ο Θεμιστοκλής θεωρούσε τη συγκέντρωση ξένων  στον Πειραιά, στοιχείο προαγωγής των οικονομικών της πόλης. Την ίδια γνώμη είχε και ο Περικλής που ζητούσε, όπως αναφέρει ο Λυσίας, από τους ξένους βιομήχανους να εγκατασταθούν στον Πειραιά, δίνοντάς τους την υπόσχεση ότι θα είχαν ασφάλεια και θα αποκτούσαν οικονομικά οφέλη.
Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο μέτοικοι να αποκτούν μεγάλες περιουσίες ως εργοστασιάρχες, μεγαλέμποροι, εφοπλιστές και τραπεζίτες. Έχουμε αναφερθεί προηγουμένως στον Συρακούσιο βιομήχανο Κέφαλο, ο οποίος  κατείχε  120 δούλους. Σε επιγραφή της εποχής, που έχει σωθεί, παρουσιάζεται ο μέτοικος Κηφισόδωρος να έχει 16 δούλους διαφόρων εθνικοτήτων (Θράκες, Λυδούς, Σύρους, κάρες, Ιλλυριούς, Σκύθες) η αξία των οποίων έφθανε τις 2.512 δραχμές.
Πολλοί μέτοικοι πλαισίωναν τα λαϊκά στρώματα δουλεύοντας ως λιανοπωλητές, χειρώνακτες, ναυτικοί και λιμενεργάτες. Ο Πειραιάς ήταν το λιμάνι των μετοίκων. Επί συνολικού πληθυσμού 60 χιλιάδων, οι ξένοι, δηλαδή οι μέτοικοι ως μόνιμοι κάτοικοι, αλλά και οι παρεπιδημούντες, αποτελούσαν το 75% του πληθυσμού, όταν στο σύνολο των κατοίκων της Αττικής (από μαρτυρίες των Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, Υπερείδη γνωρίζουμε ότι έφθανε τις 350.000), οι μέτοικοι ήταν οι μισοί από τον αριθμό των ελεύθερων πολιτών.

ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ  
Το χαρακτηριστικό του Πειραιά που τον έκανε να ξεχωρίζει από τις άλλες αρχαίες πόλεις ήταν η ναυτική πολεμική ζώνη με τα τρία λιμάνια. Οι ναυτικοί πολεμικοί χώροι φρουρούνταν προσεκτικά και η είσοδος ήταν δυνατή μόνο στους δημόσιους λειτουργούς και σ’ όσους εργάζονταν στα νεώρια, όπως συμβαίνει σήμερα με τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Η σπουδαιότητα των ναυτικών εγκαταστάσεων για το κράτος της Αθήνας φαίνεται από το γεγονός του ότι οι Αθηναίοι έφηβοι, μετά την ορκωμοσία τους, την πρώτη υπηρεσία που αναλάμβαναν ήταν φρουροί των νεωρίων της Μουνυχίας, επίσης το ότι σε αντίθεση με την Ακρόπολη που τα φρουρούσαν 50 οπλίτες, για τη φύλαξη των νεωρίων είχαν διατεθεί 500 φρουροί.
Την ευθύνη για την καλή κατάσταση των πλοίων, των εξαρτημάτων του στόλου και την κατασκευή των νεωσοίκων την είχε  αναλάβει η Βουλή. Για το σκοπό αυτό εξέλεγε από τα μέλη της 10 «τριηροποιούς» που είχαν την επίβλεψη των ναυπηγήσεων.  Οι ναυπηγοί «αρχιτέκτονας επί τας ναυς» κληρώνονταν από τον Δήμο. Την επίβλεψη και τη συντήρηση των νεωρίων την ανέθεταν στους 10 «επιμελόμενους του νεωρίου».
Οι νεώσοικοι, οι στεγασμένοι χώροι όπου φυλάσσονταν για ασφάλεια και συντήρηση οι τριήρεις, κυρίως λόγω των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν τον χειμώνα, έφθαναν τους 372. Στη Μουνυχία υπήρχαν 82, στη Ζέα 196 και 94 στον Κάνθαρο. Οι διαστάσεις των νεωσοίκων  ήταν 40 μέτρα μήκος και 6,50 μέτρα πλάτος.  Οι τριήρεις είχαν 36 μέτρα μήκος, πλάτος 5 μέτρα, ύψος από την ίσαλο 2,20 μέτρα και βύθισμα 1 μέτρο. Έφεραν δύο ιστία. Το μήκος του μεγάλου ιστίου ήταν 22 μέτρα, το δε ύψος του 8 μέτρα.
Το πλήρωμά τους αποτελούνταν από 200 άτομα, εκ των οποίων οι 170 κωπηλάτες. Η άνω σειρά είχε 62, η μεσαία 54 και η κάτω σειρά 54 κωπηλάτες. Μερικά πλοία με ούριο άνεμο κάλυπταν μέχρι και 80 ναυτικά μίλια  την ημέρα. Με φυσιολογικές συνθήκες, με ταχύτητα 7 κόμβων την ώρα, μια τριήρης μπορούσε να διανύσει την απόσταση από τον Πειραιά  στο Βυζάντιο σε  4 ημέρες ή από τον Πειραιά στη Ρόδο σε 3 ½ ημέρες.  Οι τριήρεις βρίσκονταν οι περισσότερες στους νεώσοικους, μερικές συρμένες στην άμμο (υπαίθριοι) σε ετοιμότητα, άλλες σε πολεμική αποστολή (εκπεπλευκυίαι) και οι  εκατό καλύτερες σε εφεδρεία για την αντιμετώπιση τυχόν επιδρομής στην Αττική.

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου διεξήχθησαν πολλές πολεμικές επιχειρήσεις στον Πειραιά, αφού ο πρώτος στόχος των Σπαρτιατών ήταν το λιμάνι του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αριστοτέλης όταν αναφέρεται στους 10 στρατηγούς, των μόνων που προσδιορίζει τον χώρο ευθύνης τους είναι των δύο του Πειραιά, και μας πληροφορεί ότι ο ένας οριζόταν για την Μουνυχία και ο άλλος για την Ακτή. Το στρατηγικό σχέδιο των Αθηναίων για τον Πελοποννησιακό  Πόλεμο προέβλεπε την εγκατάλειψη των πεδιάδων της Αττικής και τον εγκλεισμό τους στα Μακρά Τείχη. Η Αθήνα κυριαρχώντας στη θάλασσα θα μπορούσε να αντέξει στην πολιορκία, γιατί ο στόλος της θα την ανεφοδίαζε. Παρακάτω παρατίθενται μερικά χαρακτηριστικά γεγονότα της εποχής που υπογραμμίζουν το ρόλο του Πειραιά, εκείνη την περίοδο.
Το 413 π.Χ. οι  Σπαρτιάτες, με πρόταση του Αλκιβιάδη, καταλαμβάνουν και οχυρώνουν τη Δεκέλεια. Ο ανεφοδιασμός από την ξηρά ήταν δύσκολος, οι δούλοι δραπετεύουν και τα μεταλλεία του Λαυρίου κλείνουν. Επιβάλλεται η «εικοστή», φόρος δηλαδή 5%,  σε όλα τα εισαγόμενα και τα εξαγόμενα προϊόντα από τη θάλασσα.
404-403 π.Χ. Οι τριάκοντα τύραννοι, αφού τοποθετούν 500 βουλευτές ανδρείκελα, στηρίζουν την εξουσία τους, κυρίως στους δέκα δοτούς άρχοντες του Πειραιά, στους ένδεκα φύλακες του δεσμωτηρίου και σε 300 μαστιγοφόρους. «καταστήσαντες … τοῦ Πειραιέως ἄρχοντας δέκα, καὶ τοῦ δεσμωτηρίου φύλακας ἕνδεκα, καὶ μαστιγοφόρους τριακοσίους ὑπηρέτας κατεῖχον τὴν πόλιν δι' ἑαυτῶν». (Αριστοτέλους, Πολιτεία).
           
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ   ΚΑΙ
 ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝΑΣ

Η στρατηγική και οικονομική σημασία του Πειραιά  φαίνεται από το γεγονός του ότι από τα 6.000 τάλαντα σε αργυρό νόμισμα που ήταν το νομισματικό απόθεμα των Αθηνών, όπως μας λέει ο Θουκυδίδης, για κάθε ενδεχόμενο ο Περικλής όρισε ότι 1.000 τάλαντα έπρεπε να μείνουν άθικτα και να χρησιμοποιηθούν μόνο σε περίπτωση ναυτικής επιδρομής κατά του Πειραιά. Το παραπάνω δηλώνει τη μεγάλη σημασία που είχε ο Πειραιάς για την ασφάλεια των Αθηνών, αν αναλογισθούμε ότι τα ετήσια έσοδα της Αθήνας, κατά τον Ξενοφώντα ήταν 1.000 τάλαντα (600 από τους συμμάχους και 400 από ιδίους πόρους της πόλης).
Όταν στον Πειραιά διακινούνταν  τεράστιες ποσότητες εμπορευμάτων και κυκλοφορούσαν  νομίσματα περιοχών, από την Αίγινα , την Κρήτη, τη Σικελία, την Αίγυπτο, τον Ελλήσποντο κι όλο τον τότε γνωστό κόσμο, όταν υπήρχε άψογη για τα δεδομένα της εποχής, οργάνωση των εμπορικών δραστηριοτήτων,  είναι  φυσικό  σκεφθούμε ότι και οι πρώτες οργανωμένες τράπεζες είχαν  αναπτύξει τις δραστηριότητές τους στον Πειραιά.
Η ανεξέλεγκτη νομισματική κυκλοφορία  πολλαπλών νομισμάτων θα είχε ως αποτέλεσμα την κλεψιά, την απάτη, την ασυδοσία, το χάος στις οικονομικές συναλλαγές,  που η Αθηναϊκή πολιτεία δεν  το επιθυμούσε  και το είχε δείξει έμπρακτα ,από το γεγονός του ότι από τους 10 Αγορανόμους, 10 Μετρονόμους και 10 σιτοφύλακες, οι 5 αντίστοιχα ορίζονταν για τον Πειραιά, από τον   ορισμό  και τις αρμοδιότητες των ελλιμενιστών (τελώνων), από την οργανωμένη διάταξη των δημόσιων κτηρίων, όπως   του "ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ", που υπήρξε το πρώτο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του κόσμου και φυσικά από τη δεκαπλάσια σε αριθμό φρουρών φύλαξη των εγκαταστάσεων του Πειραιά σε σχέση με τη φρουρά της Ακρόπολης.
   Με την οργάνωσή των παρεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών του λιμένα της,   η Αθήνα πρόσφερε  ασφαλείς συνθήκες και φυσικά πολύτιμο κέρδος  χρόνου για τους εμπορευόμενους. Παράλληλα ενισχυόταν η δύναμη του αθηναϊκού νομίσματος, με αποτέλεσμα στο πρώτο  εμπορικό λιμάνι της αρχαιότητας, «στο Λονδίνο της Αρχαιότητας», να κυριαρχεί η αθηναϊκή δραχμή,  που αποτελούσε το διεθνές νόμισμα της εποχής.  Χωρίς να αποκλείσουμε ότι  δεν θα υπήρχε η δυνατότητα παράλληλης κυκλοφορίας νομισμάτων, πιστεύουμε ότι στην αγορά της Αθήνας  οι ανταλλαγές νομισμάτων θα ήταν σε περιορισμένο βαθμό, μιας και τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος πρέπει να ήταν σε χώρο πλησίον της πύλης εισόδου της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, στο λιμάνι του Πειραιά.
Στους «ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ», ο  Θεόφραστος περιγράφοντας τον «Αλαζόνα» μάς πληροφορεί ότι …  « ὁ δὲ ἀλαζὼν τοιοῦτός τις, οἷος ἐν τῷ διαζεύγματι ἑστηκὼς διηγεῖσθαι ξένοις, ὡς πολλὰ χρήματα αὐτῷ ἐστιν ἐν τῇ θαλάττῃ· καὶ περὶ τῆς ἐργασίας τῆς δανειστικῆς διεξιέναι, ἡλίκη, καὶ αὐτὸς ὅσα εἴληφε καὶ ἀπολώλεκε· καὶ ἅμα ταῦτα πλεθρίζων πέμπειν τὸ παιδάριον εἰς τὴν τράπεζαν, δραχμῆς αὐτῷ κειμένης», δηλαδή «ο αλαζόνας είναι τέτοιος, ώστε στέκει στην προκυμαία του λιμανιού και λέει στους ξένους πως έχει δώσει πολλά χρήματα σε ναυτιλιακά δάνεια και εξηγεί με μεγάλη λεπτομέρεια τις διαδικασίες των δανείων, και πόσα ο ίδιος κέρδισε ή έχασε. Κι ενώ έτσι κομπάζει στέλνει τον δούλο του στην τράπεζα, κι ας μην έχει καταθέσει ούτε μία δραχμή». Σύμφωνα με τον Απόστολο Γονιδέλλη,  «σίγουρα ο Θεόφραστος μιλά  για το λιμάνι του Πειραιά, όπου υπήρχαν τα ναυτιλιακά γραφεία αλλά, όπως τεκμαίρεται και τράπεζες για ναυτιλιακές εργασίες… και πάνω στην αποβάθρα, όπου συναντιόντουσαν οι έμποροι, οι ναυτικοί και οι ταξιδιώτες, είχαν στηθεί τα καταστήματα των τραπεζών και των αργυραμοιβών».
Στον λιμένα του Κανθάρου  υπήρχαν τρεις προβλήτες το «Δια Μέσου»,  «Το Χώμα»  και το «Διάζευγμα», όμως για την ακριβή θέση των οι  ιστορικοί τοπογράφοι του Πειραιά  έχουν υποστηρίξει διάφορες απόψεις. Το «Δια Μέσου Χώμα» και το «Χώμα», κατά την άποψή μου, πιθανόν να ήταν προβλήτες που σχηματίσθηκαν με επιχωματώσεις και να βρίσκονταν στο ανατολικό τμήμα της Κανθάρου.  
ΣΧΕΔΙΟ  ΛΙΜΕΝΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ από τον  ΙΩΑΝΝΗ ΤΡΑΥΛΟ
Αλλά ποιος ήταν ο χώρος που υπήρχαν οι τράπεζες, τα ανταλλακτήρια των νομισμάτων; Σε ποιο σημείο ήταν το ΔΙΑΖΕΥΓΜΑ; Από αναπαράσταση του αρχαίου λιμανιού από τον   Ιωάννη Τραυλό ο χώρος ορίζεται στον λιμένα Κανθάρου ανάμεσα στο ΕΜΠΟΡΙΟΝ και στο ΔΕΙΓΜΑ. Χωρίς να είμαι αρχαιολόγος, ούτε γλωσσολόγος, πιστεύω ότι  η λέξη «διάζευγμα» προέρχεται  εκ συνθέσεως των λέξεων «δια» και «ζεύξις». Στο λεξικό   Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής   των Henry George Liddell & Robert Scott το  «δια» ΜΕΤΑ ΓΕΝΙΚΗΣ σημαίνει «δια μέσου» «επί τόπου ή διαστήματος» και ΕΝ ΣΥΝΘΕΣΕΙ «δια μέσου, επί τόπου, ως εν τοις διαβαίνω», στη δε λέξη «ζεύξις» δίδεται η   ίδια σημασία με τη σημερινή, δηλαδή «σύνδεσις, το συνάπτειν οίον δια γεφύρας», το ίδιο και η λέξη «ζεύγμα», δηλαδή «ό,τι χρησιμεύει προς σύνδεσμον, δεσμός» και επιπλέον «το ζεύγμα του λιμένος, ο φραγμός των πλοίων κατά πλάτος του στομίου του λιμένος».

Βάση των ανωτέρω η τοποθέτηση του «ΔΙΑΖΕΥΓΜΑΤΟΣ» μεταξύ του ΕΜΠΟΡΙΟΥ και ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ δεν  νομίζω ότι ευσταθεί διότι αν μεν, όπως παρουσιάζεται στο  σχέδιο του Τραυλού,  είναι η προβλήτα ανάμεσα  ΕΜΠΟΡΙΟΥ και ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ούτε διαχωρίζει κάτι, αν υποτεθεί ότι το «διάζευγμα» προέρχεται από το ρήμα «διαζεύγνυμαι», που σημαίνει «διαχωρίζομαι, διαλύομαι από τινός», αλλά ούτε και ενώνει,  αν το ερμηνεύσουμε σύμφωνα με τις παραπάνω αναφορές μας στο λεξικό των Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας  Liddell & Scott.
Το πιθανότερο είναι το ΔΙΑΖΕΥΓΜΑ να ένωνε τα δύο άκρα του στομίου του Κωφού Λιμένα, που βρισκόταν στον μυχό του Κόλπου της Κανθάρου, όπως δείχνει το σχεδιάγραμμα του Ι.Τραυλού.  Το Διάζευγμα δηλαδή ένωνε το δυτικό τμήμα του λιμένα της Κανθάρου, δηλαδή την Ηετιωνεία, με το ανατολικό τμήμα του λιμανιού, όπου βρίσκονταν το Εμπόριον και το Δείγμα.  Οι Curtius  και Kaupert ονοματίζουν το Διάζευγμα, στη θέση που υποστηρίζουμε,  όμως, σύμφωνα με τις ως σήμερα επικρατούσες απόψεις, οι Curtius  και Kaupert κάνουν λάθος με το να τοποθετούν τον Κωφό Λιμένα στο δυτικό άκρο της Ηετιωνείας. Κατά τη γνώμη μου το Διάζευγμα ήταν η γεφύρωση που συνέδεε το στόμιο του Κωφού Λιμένα και θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη σύζευξη παλαιών, παροπλισμένων πλοίων εν σειρά.

Τοποθετώντας το Διάζευγμα πλησίον του στομίου του Κωφού Λιμένος, γεννάται το ερώτημα γιατί στο σημείο αυτό του λιμανιού;  Η ύπαρξη τραπεζών -ανταλλακτηρίων συναλλάγματος πλησίον του Διαζεύγματος μπορούσε να εξυπηρετήσει πολλούς σκοπούς:
Α) Βρισκόταν σε κοντινή σχετικά απόσταση από το Εμπόριο και το Δείγμα, μια απόσταση που διανυόταν πεζή σε 10 με 15 λεπτά.
Β) Η ανταλλαγή ξένων νομισμάτων με αθηναϊκές δραχμές σε  κοντινούς χώρους, αλλά όχι σε μακρινή απόσταση, από το  Εμπόριο και το Δείγμα,  θα εξυπηρετούσε στην απλούστευση  των χρηματιστηριακών   συναλλαγών  στους παραπάνω  χώρους.
Γ) Οι δραστηριότητες ανταλλαγής νομισμάτων και  σύναψης  ναυτοδανείων δεν ευνοούνται  σε χώρους πολύβουους, όπως ήταν το Εμπόριο και το Δείγμα.
Δ) Ήταν μακριά από τον κύριο ιστό δραστηριότητας των πολιτών του Πειραιά, οπότε δεν θα υπήρχε άμεση επαφή με τον πληθυσμό που χρησιμοποιούσε την Αγορά των Ελευθέρων (Ιπποδάμειο Αγορά), οπότε  μετριαζόταν η πιθανότητα να επηρεασθούν οι κάτοικοι του Πειραιά από αλλότρια ήθη.
Ε)  Ο χώρος πέραν του Εμπορίου και του Δείγματος διευκόλυνε  των έλεγχο της γνησιότητας των νομισμάτων από ειδικούς υπαλλήλους.
ΣΤ) Διευκολύνονταν ο έλεγχος της κυκλοφορίας στο Εμπόριο και στο Δείγμα, μόνο των αθηναϊκών δραχμών κι όχι ξένων νομισμάτων, με αποτέλεσμα την ισχυροποίηση του αθηναϊκού νομίσματος.
Ζ) Φαίνεται λογική η συνύπαρξη στον ίδιο ή σε   χώρο πλησίον του Διαζεύγματος, ελλιμενιστών και τραπεζών-αργυραμοιβών. Αν  ο χώρος ελέγχου των στους εισερχομένων καραβιών (Τελωνείο) βρισκόταν στον ίδιο ή σε πλησίον χώρο με τις τράπεζες, τότε θα δινόταν η δυνατότητα ελλιμενιστές (τελώνες) να εισπράττουν τους φόρους άμεσα και σε αθηναϊκό νόμισμα πριν από τις συναλλαγές που θα ακολουθούσαν στο Εμπόριο και στο Δείγμα.
O  Αριστοτέλης στην Αθηναίων Πολιτεία μας παραδίδει την παρακάτω πληροφορία:
LI.§ 4.  ἐμπορίου δ´ ἐπιμελητὰς   δέκα κληροῦσιν· τούτοις δὲ προστέτακται τῶν τ´ ἐμπορίων ἐπιμελεῖσθαι, καὶ τοῦ σίτου τοῦ καταπλέοντος εἰς τὸ σιτικὸν ἐμπόριον τὰ δύο μέρη τοὺς ἐμπόρους ἀναγκάζειν εἰς τὸ ἄστυ κομίζειν.
Οι επιμελητές εμπορίου δηλαδή, προστάζονται να επιβλέπουν τους εμπόρους και να τους αναγκάζουν να φέρνουν στην πόλη τα δύο τρίτα του σίτου που φθάνει δια θαλάσσης στην πόλη.  Ο έλεγχος δεν θα μπορούσε να γίνει στο ΕΜΠΟΡΙΟ και στο ΔΕΙΓΜΑ, διότι τότε θα είχαμε ταυτόχρονο δημόσιο έλεγχο και συναλλαγές, πράγμα πολύ δύσκολο. Ο έλεγχος πρέπει να γίνονταν    σ'ένα πλησιέστερο σημείο, όπως το ΔΙΑΖΕΥΓΜΑ στον χώρο που το ορίσαμε. 
Όταν μάλιστα λίγο παρακάτω αναφέρει τους πέντε  εισαγωγείς (εισαγγελείς) , οι οποίοι μεταξύ των αρμοδιοτήτων τους είχαν και υποθέσεις "τριηραρχικές" και "τραπεζικές".  LII§ 3. κληροῦσι δὲ καὶ  εἰσαγωγέας εʹ ἄνδρας, οἳ τὰς ἐμμήνους εἰσάγουσι δίκας, δυοῖν φυλαῖν ἕκαστος. εἰσὶ δ´ ἔμμηνοι προικός, ἐάν τις ὀφείλων μὴ ἀποδῷ, κἄν τις ἐπὶ δραχμῇ δανεισάμενος ἀποστερῇ, κἄν τις ἐν ἀγορᾷ βουλόμενος ἐγράζεσθαι δανείσηται παρά τινος ἀφορμήν· ἔτι δ´ αἰκείας καὶ ἐρανικὰς καὶ κοινωνικὰς καὶ ἀνδραπόδων καὶ ὑποζυγίων καὶ τριηραρχικὰς καὶ τραπεζιτικάς
και μάλιστα όταν ακριβώς μετά συνεχίζει λέγοντας ότι ελέγχονταν και οι τελώνες  για είσπραξη πέραν του επιβεβλημένου φόρου  § 4. οὗτοι μὲν οὖν ταύτας δικάζουσιν ἐμμήνους εἰσάγοντες, οἱ δ´ ἀποδέκται τοῖς τελώναις καὶ κατὰ τῶν τελωνῶν   

Από την ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ του Παντολέοντος Καμπούρογλου,  εκδ. 1883  ... Εις την θέσιν Τραπετζόνα  ωκοδομήθη ....


Η ύπαρξη του Κωφού Λιμένος στην σημερινή περιοχή του Αγίου Διονυσίου, μας οδηγεί τη σκέψη ότι η περιοχή που δραστηριοποιούνταν οι ελλιμενιστές και οι τράπεζες πρέπει  να εντοπισθεί σε  χώρο πλησίον του Διαζεύγματος στο ΒΔ τμήμα της Ηετιωνείας, αν μάλιστα συνδυαστεί με το ότι βρίσκεται στα όρια της σημερινής Δραπετσώνας με τον Πειραιά.
Τα τελευταία χρόνια Πειραιώτες  ιστορικοί ερευνητές ετυμολογούν  την ονομασία της Δραπετσώνας από τη λέξη ΤΡΑΠΕΖΩΝ λόγω του σχήματος της περιοχής ή της ύπαρξης ταφικών μνημείων. Οι παραπάνω ετυμολογικές εξηγήσεις  πιστεύουμε ότι όχι μόνον δεν αναιρούν την υπόθεσή μας για ύπαρξη τραπεζών, αλλά αντιθέτως μπορούν να είναι ενισχυτικές των απόψεων μας, γι αυτό τις παραθέτουμε.

                                                                               Στρατῆς Γιαννῖκος 
..............................................................................................
.............................................................................................
........................................................................................

Παρακάτω δημοσιεύουμε αποσπάσματα δύο κειμένων των Δ. Κρασονικολάκη και Γ. Τσιρίδη που   εξηγούν την προέλευση της λέξης Δραπετσώνα από τη λέξη ΤΡΑΠΕΖΩΝ

ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ ή ΤΡΑΠΕΖΩΝΑ;

Ο Δημήτρης Κρασονικολάκης,  Αντιπρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς και  Πρόεδρος του  Ινστιτούτου Πειραϊκών Μελετών σε έρευνα που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Πειραϊκή Πολιτεία», τον Οκτώβριο του 1997, εξηγεί την προέλευση της λέξης Δραπετσώνα από τη λέξη ΤΡΑΠΕΖΩΝ, από το σχήμα της περιοχής  http://dimitriskrasonikolakis.blogspot.gr/2013/05/blog-post_31.html : «Φαίνεται ότι από μακριά το σχήμα του έμοιαζε στους αρχαίους Πειραιώτες με κείνο του τραπεζιού, έτσι του δόθηκε το κατάλληλο όνομα «Τραπεζών», πράγμα που συνηθίζεται ακόμα να γίνεται σε παρόμοιες περιπτώσεις Η λέξη τράπεζα προέρχεται από την τετράπεζα, δηλαδή από το αριθμητικό τέτταρα ή τέσσαρα και την πέζα ( πόδι, βάση, κράσπεδο). Εκτός από την ερμηνεία της σαν τραπέζι φαγητού και τράπεζα αργυραμοιβού, έχει και τη σημασία της τραπεζοειδούς επιφάνειας. Στα αρχαία ελληνικά και στην καθαρεύουσα μερικά από τα ονόματα που έχουν κατάληξη σε –ών, γενική –ώνος, δηλώνουν περιεκτικότητα και μέγεθος, όπως αμπελών, ελαιών, τόπος με αμπέλια και ελαιόδεντρα, πυλών, θυρών, αλλά και τόπους ή πόλεις: Κιθαιρών, Μαραθών. Φτάνουμε λοιπόν στη γνωστή λέξη «η Τραπεζών», αιτιατική «την Τραπεζώνα» από όπου προήλθε η σημερινή Δραπετσώνα. Με απλά λόγια είναι δυνατό να εξηγηθεί γλωσσολογικά η τροπή του Τ σε  Δ και του Ζ σε ΤΣ, όπως μας παραδόθηκε προφορικά από τα χείλη των μεσαιωνικών αγροτικών πληθυσμών που έμεναν στους διπλανούς οικισμούς και στις μάντρες, οι περισσότεροι αρβανίτικης καταγωγής. Η Τραπεζώνα έγινε Ντραπετσώνα ή Ντραπετζώνα με το μαλάκωμα του ΝΤ και ΤΖ κατέληξε σε Δραπετσώνα. Παράδειγμα λεκτικής αλλοίωσης έχουμε ένα σωρό, η Τρίπολη της Αρκαδίας ονομάστηκε TROPOLITZA -DROPOLITZA, η Τραπεζούς του Πόντου λέγεται στα τουρκικά TRABZON (TREBIZONDE στις παλιές καρτ ποστάλ). Για σύγκριση παραθέτω κι άλλες τοποθεσίες με παρεμφερή ονομασία. Ο Στράβων αναφέρει στην Αντιόχεια λόφο Τραπεζών. Πόλη Τραπεζούς υπήρχε και στον Αραβικό κόλπο. Η Τραπεζούπολη ήταν πόλη στη Φοινίκη, η Τραπεζούσα στην Καππαδοκία. Ένα βουνό στην Αργολίδα καλείται Τραπεζόνα - Τραπεζόντα. Τραπεζάκι χωριό στην Άρτα, Τραπεζίτσα στην Κοζάνη, Τραπεζαντή στη Λακωνία, Τράπεζα στο Διακοφτό και στην Κόνιτσα...

Στο  διαδίκτυο βρίσκουμε και το κείμενο του Γιώργου Τσιρίδη  με θέμα ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ «Τραπεζών» http://www.koutouzis.gr/drapetsona.htm  στο οποίο ο συγγραφέας συμπληρώνοντας τον Κρασονικολάκη ισχυρίζεται ότι :

  Τραπεζών ήταν και το όνομα που έδιναν οι Αρχαίοι σε χώρους όπου εναπόθεταν νεκρούς και επιτάφιες πλάκες [αρχαία νεκροταφεία δηλαδή]. Οι πλάκες αυτές ονομάζονταν «Τράπεζες» δίνοντας και το όνομά τους και στις περιοχές όπου βρίσκονταν. Αυτές οι περιοχές βρίσκονταν ακριβώς έξω από τείχη και σημαντικές πύλες, γιατί εκεί θάβονταν οι νεκροί, ακριβώς έξω από τα τείχη της πόλης και τις πύλες της. Ξέρουμε δε ότι η Δραπετσώνα, που ήταν τμήμα του Δήμου των Θυμητάδων, βρισκόταν στην Αρχαιότητα ακριβώς έξω από το Κονώνειο τείχος και την πολύ σπουδαία Ηετιώνεια Πύλη».
Ο Τσιρίδης τεκμηριώνει την άποψή του με τα εξής επιχειρήματα :
1. Σε χάρτες του περασμένου αιώνα φαίνεται καθαρά ότι σε ολόκληρη την περιοχή υπήρχαν πολλά ταφικά μνημεία [tombes]που αποδεικνύουν και ότι η περιοχή ήταν ένας Τραπεζών, δηλαδή ένα αρχαίο νεκροταφείο. Ακόμα και το ταφικό μνημείο του Θεμιστοκλή φτιάχτηκε λίγο πιο έξω από την Ηετιώνεια Πύλη, εκεί όπου σήμερα είναι τα Λιπάσματα.
2.Το ιστορικό όνομα της πόλης εξ άλλου είναι αναγεγραμμένο σε χάρτες του 18ου και 19ου αιώνα και η περιοχή δηλώνεται στον χάρτη ως DRAPEZON, ή ΤΡΑΡΕΖΟΝ που υποδηλώνουν το «Τραπεζών» καθώς οι χάρτες αυτοί έχουν Λατινικούς Χαρακτήρες.
Αυτό το «Ντραπεζόν» του χάρτη του 18ου αιώνα μετατράπηκε σε Δραπετσών κατά τον 19ο αιώνα όταν το ελληνικό κράτος ελευθερώθηκε και εγκαταστάθηκαν εδώ φρουρές Βαυαρικές για την φύλαξη του λιμανιού.




  

  

Δεν υπάρχουν σχόλια: