24 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΑΦΕΝΤΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ


του  Στρατή  Γιαννίκου 

Την Κυριακή στις 23 του Ιούνη, κάποιος νεαρός φίλος  δήλωσε στον τοίχο μου, ότι του αρέσει μια ανάρτησή μου. Μπήκα στο προφίλ του κι είδα μια εικόνα που είχαν αναρτήσει οι φίλοι του στη γιορτή του.Ήταν η εικόνα του Αϊ  - Γιώργη. Ο άγιος, έφιππος σηκώνει το κοντάρι  του για να σκοτώσει τον δράκοντα και να σώσει τη βασιλοπούλα. Το θηρίο φύλαγε  το νερό μιας πηγής και μόνον όταν οι κάτοικοι του πρόσφεραν κάποιον άνθρωπο να φάει, άφηνε την πηγή να τρέχει ελεύθερα.
Υπάρχουν πολλές εικόνες στη βυζαντινή αγιογραφία με την παραπάνω παράσταση. Μα, μία  είναι ξεχωριστή. Εκείνη που δείχνει έφιππο τον Αϊ – Γιώργη και πίσω του στα καπούλια να  κάθεται  ένα νεαρό παιδί με μια υδρία στο χέρι. Η εικόνα βρίσκεται στο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ και υπήρχε παλιότερα στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας στα Πάμφυλα Λέσβου.

Ποιο είναι όμως το  όνομα του παιδιού και τι σχέση έχει με τη Μυτιλήνη; Στη Μονή Πρεβέλης στην Κρήτη, σώζονται περίπου εκατό φορητές εικόνες. Η παλαιότερη που έχει σωθεί είναι του Αγίου Γεωργίου, μια τοιχογραφία του Αγίου από το ναό του  που βρίσκεται στη θέση Ξυλομαχαίρι.. Ο Άγιος εικονίζεται έφιππος . Στα καπούλια του αλόγου είναι καθισμένος ένας νέος από τη Μυτιλήνη, που κρατεί στο χέρι το αγγείο για το νερό. Δεξιά εικονίζεται  η βασιλοπούλα, που τραβά το φοβερό δράκοντα με σχοινί και  χρονολογείται γύρω στα 1600. Ο χαρακτηρισμός  «νέος από τη Μυτιλήνη» είναι του συγγραφέα του βιβλίου « ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΡΕΒΕΛΗ»,  Μιχάλη  Ανδριανάκη.

Ως εδώ καλά, μα τι δουλειά είχε ο νέος από τη Μυτιλήνη στην Κρήτη; Ως εδώ έχουμε πραγματικά δεδομένα. Ας αφήσουμε τη φαντασία μας να εργασθεί και η έρευνα ας ακολουθήσει. Τι θέλω να πω; Μα  μήπως ο νέος από τη Μυτιλήνη είναι το «ΑΦΕΝΤΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ» που αναφέρει ο Κορνάρος στον «ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ»; Η εποχή σύνθεσης του «ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ» και η εποχή σύνθεσης της αγιογραφίας είναι πολύ κοντινές. Παραθέτουμε τους στίχους του «ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ» και   συνεχίζουμε την έρευνα: Για το πώς βρέθηκε το Αφεντόπουλο της Μυτιλήνης  στην Κρήτη γεννιούνται διάφορα ερωτήματα: Είχε  σχέση με τα αρχοντόπουλα του Βυζαντίου; Τα αρχοντόπουλα του Μάρκου Σανούδου; ή μήπως με το Νικηφόρο Φωκά παλαιότερα και τους πειρατές αφού κι ο Μανταμάδος Λέσβου υπέφερε από τους πειρατές; (βλέπε παράδοση του Ταξιάρχη). Κι αν είναι έτσι μήπως γι αυτό και το τραγούδι του ΑΊ Γιώργη που τραγουδούσαν στο Μανταμάδο οι νιές; Γιατί στη Μονή Πρεβέλης; Μήπως γιατί  το όνομα του Ακάκιου Πρέβελη, του πρώτου ηγούμενου,   προέρχεται από το λατινικό Praevalens( ο διακεκριμένος) , πράγμα που  μας δείχνει την αριστοκρατική  καταγωγή του ηγούμενου;

Ακολουθούν οι στίχοι του «ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ» του Βιτσέντζου Κορνάρου  και το «Τραγούδι του Αϊ – Γιωργιού» που τραγουδούσαν παλιότερα οι νιές του Μανταμάδου

ΑΦΕΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ


Ο πρώτος οπού μ' Αφεντιές ήρθε την ώρα εκείνη,
        ήτονε τ' Αφεντόπουλον από τη Μυτιλήνη.
Εις ένα-ν άλογον ψαρόν πιτήδειος Καβαλάρης,  
        όμορφος, αξαζόμενος, κ' ερωτοδιωματάρης.
Τα ρούχα οπού σκεπάζασι 'ποπάνω τ' άρματά του,
        μπλάβα με τ' άστρα τα χρουσά [ήσα' για] φορεσά του.
K' εις τ' άρματα τση κεφαλής είχε σγουραφισμένο
        ψηλό βουνί, κ' εις την κορφή λαφάκι δοξεμένο
κ' εφαίνετό σου, εστρέφετο, τη σαϊτιάν εθώρει,
        και να τη βγάλει εξάμωνε, κ' εκείνο δεν εμπόρει.
Στο Λάφι-ν αποκατωθιό ελέγαν τα γραμμένα
        "Δέτε, και λυπηθείτε με, εις τά'χω παθωμένα.
Ίδρωσα, κ' επαράδειρα, έτσι ψηλά να σώσω,  
        κι ως ήσωσα, ελαβώθηκα, στέκω να παραδώσω."

Πάγει ζιμιό και προσκυνά, του Βασιλιού σιμώνει,
        και τ' όνομά του γράφουσι, καθώς το φανερώνει.
Δημοφάνης εκράζετο τ' αγένειο παλικάρι,
        πολλά τον ετρομάσσασι εις τσ' αντρειάς τη χάρη,  
πολλά τον ερεχτήκασι για τ' όμορφά του κάλλη.
        Εσύρθηκε στον τόπον του, για να'ρθουσι κ' οι άλλοι.

  Το " ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΪ _ ΓΙΩΡΓΙΟΥ", που τραγουδούσανε στη γιορτή του οι κοπελιές στο Μανταμάδο:

«Άγη μου Γιώργη, Γιώργη μου
κι άγη μου καβαλάρη,
άγιους είσι στη θουριά
κι άγιους στα κάλλη.
Μα μεσ’ σι κείνου του χουριό
είχι δράκου μιγάλου,
σα δε ντου δίναν άθριπου
κάθι προυί στην ώρα,
πουτές δεν άφηνι νιρό
να πιει κάτου η χώρα.
Κι ρίξανι τα μπουλιτιά
σι μια βασιλουπούλα,
οπού την είχ’ η μάνα της
μία κι μουναχούλα.
Κι η βασιλιάς σαν τάκουσι,
πουλύ του κακουφάνει.
- Πάριτι του βασίλειου μ’,
πάριτι τη ζουή μου,
πάριτι την κουρώνα μου
απού την κεφαλή μου.
- Χαίρουσ’ κι του βασίλειου σ’,
χαίρουσ’ κι τη ζουή σου,
χαίρουσ’ κι την κουρώνα σου,
πόχεις στην κεφαλή σου,
θα πάρουμι την κόρη σου,
που είνι η ζουή σου,
κι σα οε δίν’ς την κόρη σου,
θα πάρουμι ισένα.
- Στουλίσιτι την κόρη μου
τσι κάνιτε τνα νύφη,
μι τα χρυσά, μι τ’ αργυρά
κι μι μαργαριτάρια
κι στείλτι τνα στου δράκουντα
να τη γλυκουμασήσει.
Στου πηγαδιού τα μάρμαρα
δέσαν την αλυσίδα
κι δέσανι την όμουρφη,
όμουρφη κουρασίδα.
Η γιάγη Γιώργ’ς σαν τάκουσι,
πουλύ του κακουφάνει
καλίτσιψι του άλου τ’
τσι στου πηγάδι φτάνει.
Στου πηγαδιού τα μάρμαρα πιγαίνει κι καθίζει κι η κόρη τουν ικοίταξι
μι δακρυσμένου βλέμμα.
- Φύγι, καλέ αφέντη μου,
φύγι απού τα μένα,
αυτό του άγριγιου θηριό
μην τύχει φαγ’ κι σένα.
- Άφις μι, κορη μ’, άφις μι,
λίγου ύπνου να πάρου
κι γω αμ τάγριγιου θηριό
ήρτα για να σι βγάνου.
- Ξύπνα, καλέ αφέντη μου,
κι του πηγάδ’ αφρίζει,
η δράκουντας τα δόντια του
για μένα τακουνίζει.
Ο άγη Γιώργης ξύπνησι
σαν παραλουγισμένους
κι του κουντάρι άρπαξι,
σαν πούνταν μαθημένους.
Μια κουνταριά του χτύπησι,
του πήρι μες στου στόμα
κι ανάσκιλα του ξάπλουσι,
κάτου στη γης στου χώμα.
- Σύρι, κόρη μ’, στου σπίτι σας,
σύρι κι στους γονείς σου.
Σα σι ρουτήσουν οι γουνιοί σ’
ποιος έσουσε τ’ ζουή σου,
αμ τα ψαρά τα άλουγα
ήτανι καβαλάρης.
Η βασιλές σαν τάκουσι
στέρνει κι τουν φουνάζει.
- Συ γλύτουσις την κόρη μου,
πάρι κι του πιδί μου,
πάρι κι του βασίλειου,
πάρι κι τη ζουή μου,
πάρι κι την κουρώνα μου,
πόχου στην κεφαλή μου.
- Χαίρουσ’ κι του βασίλειου σ’,
χαίρουσ’ κι τη ζουή σου,
χαίρουσ’ κι την κουρώνα σου,
πόχεις στην κεφαλή σου.
- Δε ξέρου, ξενι μ’, τόνουμα σ’,
δε ξέρου του χουριό σου,
να κάνου ένα χάρισμα,
νάνι της αρεσιάς σου.
- Γιώργη, με λένε, τόνομα
απ’ την Καππαδοκία,
θέλεις να κάνεις χάρισμα,
κάνε μιαν εκκλησία
κι κάτσι κι ζουγράφισι
Χριστό κι Παναγία
κι αμ τα διξά της μπάντας του
βαν ένα καβαλάρη
αρματουμένου μι σπαθί
κι μι χρυσό κουντάρι.»




Δεν υπάρχουν σχόλια: