Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της ΟΛΣΑ "Η Λέσβος μας" , τεύχος 59/2008
Κι αν κάνεις ότι ανοίγεις το στόμα σου νιώθεις ότι θα βγούνε κάτι παλιά Αιολικά, όλα άλφα και νυ, κάτι «τάν απάλαν Σελάναν – ταν Μυτιλάναν»... Οδ .Ελύτης
Κι αν κάνεις ότι ανοίγεις το στόμα σου νιώθεις ότι θα βγούνε κάτι παλιά Αιολικά, όλα άλφα και νυ, κάτι «τάν απάλαν Σελάναν – ταν Μυτιλάναν»... Οδ .Ελύτης
Μελέτη του Στρατή Γιαννίκου
Στην «πατρίδα τη δεύτερη του απάνω κόσμου» τούτη την ώρα θα γελάνε τα μουστάκια του Ελύτη. Ξαπλωμένος θα τσείτιτι στις ουράνιες ακρογιαλιές παρέα με τον Όμηρο και θα σκάνε στα γέλια όταν μας βλέπουν να μαλώνουμε για τον τόπο καταγωγής τους, για τους τόπους που αγάπησαν για το αν ήταν Χιώτες, Σμυρνιοί, Λέσβιοι ή Κρητικοί. Τούτη η εικόνα μού ‘ρθε στο νου σαν διάβασα τη μελέτη του Χρ. Χαραλαμπάκη για το Ιδιωματικό στοιχείο στον Σεφέρη και στον Ελύτη. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών απεγνωσμένα προσπαθεί ,αναλύοντας το ιδιωματικό στοιχείο της ποίησης του Ελύτη, να τον πολιτογραφήσει Κρητικό. Αν ο Ελύτης σκεφτόταν - όταν έγραφε τα ποιήματά του-την ερμηνεία που θα έδιναν γλωσσολόγοι ή τοπικιστές φιλόλογοι, δεν θα ‘ κανε τον κόπο να τά δημοσιεύσει.
Η μελέτη του Χ.Χ. που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ (Γ΄έκδοση Αθήνα 2001 εκτ. Κ.Τσιβεριώτης) βασίζεται κυρίως στο Άξιον Εστί . Απ’ την αρχή ξεκινά παίρνοντας μας απ’ το χεράκι μην τυχόν και ξεστρατίσει το «μυαλό μας»: « Το μυαλό μας πηγαίνει αμέσως στην Κρήτη όταν ακούμε να γίνεται λόγος για χαρουπιές και μεγάλους όρθιους φοίνικες, για χαρούπι αρχαίο, για τα μπεντένια και τους Εφτά Μπαλτάδες, για το μέγα Κούλε, για το λάδι μες τα πελώρια κιούπια… ή για τον Πρίγκηπα των Κρίνων». Όλα σωστά, μας πώς γίνεται να πηδά στίχους επί στίχων για να αποδείξει ότι τα πελώρια κιούπια είναι κρητικά, αυτό δεν του νουγώ με τίποτα.
Αν πρόσεχε θα έβλεπε πώς στο «Η ΓΕΝΕΣΙΣ» ξεκινά ένα ταξίδι με αφετηρία την Κρήτη «…Εφτά Μπαλτάδες…το μέγα Κούλε» …περνά στις Κυκλάδες « Ίπποι πέτρινοι …. η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος» … για να καταλήξει στη Λέσβο, « στα χωριά της Γέρας … εξουσία και κλήρος της γενιάς μου…» και τέλος… «… ο Ήλιος Ο Αρχάγγελος ο αεί δεξιά μου».Μετά από το «Η ΓΕΝΕΣΙΣ» ακολουθούν τα «ΠΑΘΗ» στα οποία οδηγείται από τους πρώτους στίχους στα ΣΤΕΝΑ (Ελλήσποντος) : « Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα/ Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα… Στα Στενά τα ρόδια μου θα ανοίξω» και στη συνέχεια στο «… σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου» εκεί όπου «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική» , όπου « Εκεί ρόδια, κυδώνια/θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι/ το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια». Η διαδρομή είναι συγκεκριμένη , θέλουμε δε θέλουμε : ΚΡΗΤΗ _ ΚΥΚΛΑΔΕΣ _ ΛΕΣΒΟΣ _ ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΣ _ ΙΩΝΙΑ _ΛΕΣΒΟΣ (θείοι και εξάδελφοι) για να περάσει μέσω Λέσβου στη ΣΤΕΡΙΑΝΗ ΕΛΛΑΔΑ (Η ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ).
Με ποιο σκεπτικό «τα πελώρια κιούπια και οι εξάδελφοι» είναι από την Κρήτη δεν μας εξηγεί. Εμείς στη Λέσβο γνωρίζουμε τα ξαδέλφια του, γνωρίζουμε από τα Ανοιχτά Χαρτιά την «μακρινή ξαδέρφη» του τη Σαπφώ, γνωρίζουμε από το Φωτόδεντρο τη Βατάνα και τη Μελισσινή. Γνωρίζουμε τον παππού και τη γιαγιά του να δίνουν το οικόπεδο και να κουβαλάν με τα ίδια τους τα χέρια πέτρες για να χτισθούν τα σχολεία του Παπάδου. Γνωρίζουμε τον εξ αγχιστείας ξάδερφό μας, τον Κρητικό Νίκο Σηφουνάκη, που έσωσε τα « πελώρια κιούπια» στο Ελαιοτριβείο Βρανά.
Ως γλωσσολόγος ο Χ.Χ. ξέρει και χειρίζεται πολύ καλά τη γλώσσα και τον προπαγανδιστικό της ρόλο . Στη συνέχεια, για να μην ξεστρατίσει « το μυαλό μας» ξεκινά την παρουσίαση της Λέσβου με αρνητικό χαρακτηρισμό: « Η Λέσβος δεν αναφέρεται ρητά στο Άξιον Εστί παρά μόνο ως το Νησί με τους κόλπους των Ελαιώνων» . Και φαίνεται η σκοπιμότητα της παρουσίασης αυτής «…δεν αναφέρεται ρητά ….παρά μόνο…» γιατί στην ακριβώς επόμενη πρόταση αναγκάζεται να δηλώσει : « Λίγο πιο κάτω απαριθμούνται τα πέντε χωριά της Γέρας, εξουσία και κλήρος της γενιάς του ποιητή». Μα υπάρχει πιο ρητή και κατηγορηματική παρουσίαση; ΕΞΟΥΣΙΑ και ΚΛΗΡΟΣ της ΓΕΝΙΑΣ; (Εδώ να σημειώσουμε ότι από τις πιο συντροφικές ,ανθρώπινες και με αγαπητική διάθεση εκφράσεις – χαιρετισμούς των Λέσβιων είναι και η : __ Έλα ρε γινιά. )
Ο Ελύτης τόχει δηλώσει ξεκάθαρα, όχι σε οποιοδήποτε ποίημα ,αλλά στη ΛΕΣΒΟΠΟΡΕΙΑ (Ήλιος ο Πρώτος) :
__Είμαστε από καλή γενιάΕίναι στην ίδια συλλογή που μας λέει :
« Χάραξα τ’ όνομα το αγαπημένο
Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
Στο ρόχθο της ισόβιας θάλασσας».Στη συνέχεια ο Χ.Χ.. αφήνει το Άξιον Εστί και κάνει αναφορές σε άλλες ποιητικές συλλογές , με προφανή στόχο να αποδείξει ότι … στον Ελύτη « υπερέχουν αριθμητικά οι κρητικές και ακολουθούν οι νησιώτικες, όχι όμως ειδικά οι λεσβιακές λέξεις» , ότι … « η κρητική διάλεκτος συνετέλεσε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της γλώσσας των λογοτεχνών μας», ότι « Μακριά από τοπικιστικά κίνητρα …. Επιβάλλεται να μελετηθεί συστηματικά η διαμόρφωση της κρητικής διαλέκτου στη διαμόρφωση της νεοελληνικής λογοτεχνικής γλώσσας».Από τις εκτός Άξιον Εστί αναφορές του Χ.Χ. αξίζει , νομίζω, να παραθέσουμε και τις παρακάτω επισημάνσεις :
Α) Στο Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου σωστά ο καθηγητής κάνει λόγο για την ξέρα της Αγίας Πελαγίας, τη Φαιστό, το κρητικό πέλαγος και τη μινωική γραφή . Ο Χ.Χ. ίσως να μην πρόσεξε ότι στο Αλφαβητάριο του Ημερολόγιου ενός Αθέατου Απριλίου ανάμεσα στα 24 κύρια ονόματα εκτός από τη Φαιστό και την Αγία Πελαγία αναφέρονται και ο Θεόδωρος νεομάρτυρας Μυτιλήνης και ο Λέσβιος ποιητής Κριναγόρας , για να μην βάλουμε και την Βρησιίδα . Ίσως δεν γνώριζε ότι η γινιά του Ελύτη ανάγεται στο Θεόδωρο νεομάρτυρα Μυτιλήνης , σύμφωνα με τα βιογραφικά στοιχεία του ποιητή που δημοσιεύτηκαν σε πλήθος περιοδικά και εκδόσεις , ενόσω ζούσε ο Ελύτης , και δεν διαψεύστηκαν ποτέ από τον ίδιο. Ίσως δεν γνώριζε ότι ο Κριναγόρας ήταν Λέσβιος ποιητής και μάλιστα ο Ελύτης μετάφρασε και εξέδωσε τα ποιήματά του. ( Το βέβαιο είναι ότι ο Ελύτης ένιωθε γινιάτ’ τουν Κριναγόρα κι ας ήταν ελάσσων ποιητής ). Το βέβαιο είναι ότι ο Ελύτης ένιωθε γινιά τ’ τη Βρησιίδα (κάτι ήξερε ο Φιλόστρατος).
Και για να μην αδικούμε και την Κρήτη ( καθότι στην ,καταγωγή είμαι Σφακιανός από τους προπαππούδες μου) :
Αν γνώριζε ο καθηγητής ποια στην πραγματικότητα είναι η ξέρα της Αγίας Πελαγίας (η οποία σημειωτέον δε βρίσκεται στην Κρήτη – η ξέρα- γιατί η Αγία Πελαγία βρίσκεται , όπως βρίσκεται και στα Κύθηρα), αν γνώριζε με ποιο τρόπο χρησιμοποίησε τη μινωική γραφή ο Ελύτης, θα ήταν τόσο περήφανος για το νησί μας (είπαμε είμαι και Κρητικός) που δε θα μετρούσε πόσες φορές το μπόι της Λέσβου χωράει στο μπόι της Κρήτης
Β) Στον Μικρό Ναυτίλο και συγκεκριμένα στο Αιγαιοδρόμιο , ο Χ.Χ. κάνει εκλογή και παρουσιάζει 24 από τις 400 λέξεις του πίνακα που έχει συντάξει ο Ελύτης, παραλείπει όμως να αναφέρει λέξεις που συναντάμε στη Λέσβο .Δεν θα μπορούσε να αναφέρει μερικές, όπως για παράδειγμα τις λέξεις : γυαλόπετρα, κατούνα, λαγήνι, λιτρίδια, μπαχτσές, μπουρού, πέραμα, πίνα, Ταξιάρχης , τσάμια …; Μήπως φοβόταν πως αν γινόταν κάτι τέτοιο ο Ποιητής θα έχανε την κρητική καταγωγική του δύναμη; Αν είναι δυνατόν;
Μιας και μπήκαμε στο χορό των ιδιωματικών λέξεων γιατί ενώ έκανε τον κόπο στη μελέτη του , να διορθώσει _και πολύ σωστά – τον Δ.Κ. Μαυρομάτη και να του πει ότι ο Ελύτης δε χρησιμοποίησε τον τύπο αεροπλάνο , αλλά τον τύπο αερόπλανα, δεν έκανε τον κόπο να επισκεφθεί καμιά γιαγιά στη Γέρα και να τη ρωτήσει πώς θα κατεβεί στην Αθήνα : « Του αϊρόπλανου μουρέλιμ’ θα πάρου» θα του απαντούσε φυσικότατα η γιαγιά.
Όσο για τη λέξη «άγγρισμα» που σωστά ερμηνεύει ο Σεφέρης ως «η καύλα των ζώων» , εδώ γίνεται ο χαμός . Αν μπερδευτείτε με τη σύνταξη του κειμένου μου, δεν οφείλεται στο ότι δεν γνωρίζω να συντάξω σωστά ένα κείμενο, μα προσπαθώντας να ακολουθήσω τη σκέψη του καθηγητή μπαίνω σ’ ένα μινωικό λαβύρινθο.
Δεν μπορεί σε άλλο σημείο της μελέτης η λέξη «άγγρισμα» να αναφέρεται στις « κρητικές λέξεις (χωρίς να είναι αποκλειστικά κρητικές)» ή στις σημειώσεις «η χαρακτηριστική αυτή κρητική λέξη» και παραδίπλα να αναφέρεται μετά τις αποκλειστικά μυτιληνιές λέξεις λασπουριά, λιτρίδια , νυχτοπάτης ως ιδιωματική λέξη που λέγεται και στη Λέσβο.Συνεχίζει λοιπόν ο καθηγητής … «Ο αριθμός αντίθετα των ιδιωματικών λέξεων στο Αξιον Εστί που λέγονται και στη Λέσβο είναι μεγάλος : άγγρισμα, άκρια, ζα, καύκαλο…….» Και παρακάτω « Στην Κύπρο ακούγονται οι λέξεις : άγγρισμα , άκρια , ζιμπούνι, καμπανούλα….»
Το κόλπο με την παρένθεση (χωρίς να είναι αποκλειστικά κρητικές) είναι παλιό , θέλει να προλάβει ενστάσεις του τύπου: « Ποιες είναι κύριε καθηγητά οι αποκλειστικά κρητικές ,λεσβιακές , κυπριακές, νησιώτικες λέξεις; Το άγγρισμα που ανήκει;» Αν τέλος είστε τόσο «αγγρισμέν’» που λέμε και στο νησί μας με τη λέξη «άγγρισμα» , τότε χάρισμά σας. « Έχ’ υ Θγιος » .
Στις « κρητικές λέξεις (χωρίς να είναι αποκλειστικά κρητικές)» ο Χ.Χ. βάζει και τη λέξη πολεμώ με την έννοια του καταπιάνομαι , προσπαθώ. Ξέρετε τι θα του απαντούσε η γιαγιά μου η Αριάδνη; (μη σας ξιγιλα του όνουμα, είνι μυτιληνιά)
__ Άδικα πουλιμάς μουρέλιμ’ ! Τίπουτα ε θα καταφέρ’ς !
Στις « κρητικές λέξεις (χωρίς να είναι αποκλειστικά κρητικές)» ο Χ.Χ. βάζει και τη λέξη θαρρώ με την έννοια του νομίζω. Θαρρώ τσι δε τα λε καθγιολ καλά υ καθιγιτις .
Το μπέρδεμα συνεχίζεται και με τη λέξη αγιάζι (πάχνη) που ψάχνει τη σημασία της στην Πελοπόννησο, λες και στη Λέσβο χρησιμοποιούμε άλλη λέξη, όπως και με τη λέξη κεφαλοπάνι που την ψάχνει στη Λευκάδα. Τον πληροφορούμε ότι στη Λέσβο εκτός από το τσιφαλουπάνj , έχουμι τσι του πκαρουπάνj. Κι αν πρωτύτερα χαρίσαμε τη λέξη «άγγρισμα» δε σημαίνει ότι θα χαρίσουμε και τη λέξη ζαργάνα με την έννοια της «λεπτής και λυγερής γυναίκας». Άλλωστε τη λέξη αυτή με την παραπάνω σημασία όπως ισχυρίζεται ο Χ.Χ. τη χρησιμοποιούν στην Ήπειρο και στη Θράκη. Ο Λούρος απ’ ό,τι γνωρίζω έχει πέστροφες , ας έχει και ζαργάνες. Ίσως έχει δίκιο, και σ’ εμάς εξαφανίστηκαν οι ζαργάνες απ’ τα Κατσίνια τα Μυρσίνια του Τσάφ’, τα Φαρά και βάλαν πλώρη για την Ψα , τα Μουνέρια (ίσως λόγο ονόματος) και του Κανάκη τον Μύλο.
Για να μην μιλήσουμε για τα τσαγρίζοντας και πασπατεύοντας των Προσανατολισμών , τα φρουμάζου , λαγούμι , κείτονται (τσίτουνται) του Άσματος ηρωικού και πένθιμου …., για τη λέξη μπάρεμ (αντίστοιχης σημασίας με το γινιά ) της Μαρίας Νεφέλης.
Όσο για «τ’ αλόγατα» που αναφέρονται στο Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου , πράγματι « θα σηκωθούν όρθια» όχι σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ελύτη , μα σαν μάθουν ότι ερμηνεύεις τη λέξη κατούνα σαν στρατόπεδο. Αν είναι δυνατόν; Αν πεις στους Γεραγώτες ότι ξεκαλοκαιριάζουν σε στρατόπεδα (κατούνες) φοβάμαι μήπως και τους πείσεις κι αρχίζουν και μετονομάζουν τα εξοχικά τους σε «Άουσβιτς – Απιδιάς Λάκκου», «Νταχάου –Ευρειακή» … Όμως Χ.Χ. το λαδέλ’ μας του κουβαλούσαν κι ακόμη του κουβαλούν από τα βουνά «τ’ αλόγατα». Ας προσέξουμε ιδιαίτερα εδώ ότι παρόμοιο ανώμαλο πληθυντικό κατά το άλογο >αλόγατα σχηματίζει και το ουδέτερο όνειρο > πλ. ουνείρατα Μήπως γι’ αυτό στο ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ :
Στην «πατρίδα τη δεύτερη του απάνω κόσμου» τούτη την ώρα θα γελάνε τα μουστάκια του Ελύτη. Ξαπλωμένος θα τσείτιτι στις ουράνιες ακρογιαλιές παρέα με τον Όμηρο και θα σκάνε στα γέλια όταν μας βλέπουν να μαλώνουμε για τον τόπο καταγωγής τους, για τους τόπους που αγάπησαν για το αν ήταν Χιώτες, Σμυρνιοί, Λέσβιοι ή Κρητικοί. Τούτη η εικόνα μού ‘ρθε στο νου σαν διάβασα τη μελέτη του Χρ. Χαραλαμπάκη για το Ιδιωματικό στοιχείο στον Σεφέρη και στον Ελύτη. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών απεγνωσμένα προσπαθεί ,αναλύοντας το ιδιωματικό στοιχείο της ποίησης του Ελύτη, να τον πολιτογραφήσει Κρητικό. Αν ο Ελύτης σκεφτόταν - όταν έγραφε τα ποιήματά του-την ερμηνεία που θα έδιναν γλωσσολόγοι ή τοπικιστές φιλόλογοι, δεν θα ‘ κανε τον κόπο να τά δημοσιεύσει.
Η μελέτη του Χ.Χ. που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ (Γ΄έκδοση Αθήνα 2001 εκτ. Κ.Τσιβεριώτης) βασίζεται κυρίως στο Άξιον Εστί . Απ’ την αρχή ξεκινά παίρνοντας μας απ’ το χεράκι μην τυχόν και ξεστρατίσει το «μυαλό μας»: « Το μυαλό μας πηγαίνει αμέσως στην Κρήτη όταν ακούμε να γίνεται λόγος για χαρουπιές και μεγάλους όρθιους φοίνικες, για χαρούπι αρχαίο, για τα μπεντένια και τους Εφτά Μπαλτάδες, για το μέγα Κούλε, για το λάδι μες τα πελώρια κιούπια… ή για τον Πρίγκηπα των Κρίνων». Όλα σωστά, μας πώς γίνεται να πηδά στίχους επί στίχων για να αποδείξει ότι τα πελώρια κιούπια είναι κρητικά, αυτό δεν του νουγώ με τίποτα.
Αν πρόσεχε θα έβλεπε πώς στο «Η ΓΕΝΕΣΙΣ» ξεκινά ένα ταξίδι με αφετηρία την Κρήτη «…Εφτά Μπαλτάδες…το μέγα Κούλε» …περνά στις Κυκλάδες « Ίπποι πέτρινοι …. η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος» … για να καταλήξει στη Λέσβο, « στα χωριά της Γέρας … εξουσία και κλήρος της γενιάς μου…» και τέλος… «… ο Ήλιος Ο Αρχάγγελος ο αεί δεξιά μου».Μετά από το «Η ΓΕΝΕΣΙΣ» ακολουθούν τα «ΠΑΘΗ» στα οποία οδηγείται από τους πρώτους στίχους στα ΣΤΕΝΑ (Ελλήσποντος) : « Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα/ Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα… Στα Στενά τα ρόδια μου θα ανοίξω» και στη συνέχεια στο «… σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου» εκεί όπου «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική» , όπου « Εκεί ρόδια, κυδώνια/θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι/ το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια». Η διαδρομή είναι συγκεκριμένη , θέλουμε δε θέλουμε : ΚΡΗΤΗ _ ΚΥΚΛΑΔΕΣ _ ΛΕΣΒΟΣ _ ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΣ _ ΙΩΝΙΑ _ΛΕΣΒΟΣ (θείοι και εξάδελφοι) για να περάσει μέσω Λέσβου στη ΣΤΕΡΙΑΝΗ ΕΛΛΑΔΑ (Η ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ).
Με ποιο σκεπτικό «τα πελώρια κιούπια και οι εξάδελφοι» είναι από την Κρήτη δεν μας εξηγεί. Εμείς στη Λέσβο γνωρίζουμε τα ξαδέλφια του, γνωρίζουμε από τα Ανοιχτά Χαρτιά την «μακρινή ξαδέρφη» του τη Σαπφώ, γνωρίζουμε από το Φωτόδεντρο τη Βατάνα και τη Μελισσινή. Γνωρίζουμε τον παππού και τη γιαγιά του να δίνουν το οικόπεδο και να κουβαλάν με τα ίδια τους τα χέρια πέτρες για να χτισθούν τα σχολεία του Παπάδου. Γνωρίζουμε τον εξ αγχιστείας ξάδερφό μας, τον Κρητικό Νίκο Σηφουνάκη, που έσωσε τα « πελώρια κιούπια» στο Ελαιοτριβείο Βρανά.
Ως γλωσσολόγος ο Χ.Χ. ξέρει και χειρίζεται πολύ καλά τη γλώσσα και τον προπαγανδιστικό της ρόλο . Στη συνέχεια, για να μην ξεστρατίσει « το μυαλό μας» ξεκινά την παρουσίαση της Λέσβου με αρνητικό χαρακτηρισμό: « Η Λέσβος δεν αναφέρεται ρητά στο Άξιον Εστί παρά μόνο ως το Νησί με τους κόλπους των Ελαιώνων» . Και φαίνεται η σκοπιμότητα της παρουσίασης αυτής «…δεν αναφέρεται ρητά ….παρά μόνο…» γιατί στην ακριβώς επόμενη πρόταση αναγκάζεται να δηλώσει : « Λίγο πιο κάτω απαριθμούνται τα πέντε χωριά της Γέρας, εξουσία και κλήρος της γενιάς του ποιητή». Μα υπάρχει πιο ρητή και κατηγορηματική παρουσίαση; ΕΞΟΥΣΙΑ και ΚΛΗΡΟΣ της ΓΕΝΙΑΣ; (Εδώ να σημειώσουμε ότι από τις πιο συντροφικές ,ανθρώπινες και με αγαπητική διάθεση εκφράσεις – χαιρετισμούς των Λέσβιων είναι και η : __ Έλα ρε γινιά. )
Ο Ελύτης τόχει δηλώσει ξεκάθαρα, όχι σε οποιοδήποτε ποίημα ,αλλά στη ΛΕΣΒΟΠΟΡΕΙΑ (Ήλιος ο Πρώτος) :
__Είμαστε από καλή γενιάΕίναι στην ίδια συλλογή που μας λέει :
« Χάραξα τ’ όνομα το αγαπημένο
Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
Στο ρόχθο της ισόβιας θάλασσας».Στη συνέχεια ο Χ.Χ.. αφήνει το Άξιον Εστί και κάνει αναφορές σε άλλες ποιητικές συλλογές , με προφανή στόχο να αποδείξει ότι … στον Ελύτη « υπερέχουν αριθμητικά οι κρητικές και ακολουθούν οι νησιώτικες, όχι όμως ειδικά οι λεσβιακές λέξεις» , ότι … « η κρητική διάλεκτος συνετέλεσε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της γλώσσας των λογοτεχνών μας», ότι « Μακριά από τοπικιστικά κίνητρα …. Επιβάλλεται να μελετηθεί συστηματικά η διαμόρφωση της κρητικής διαλέκτου στη διαμόρφωση της νεοελληνικής λογοτεχνικής γλώσσας».Από τις εκτός Άξιον Εστί αναφορές του Χ.Χ. αξίζει , νομίζω, να παραθέσουμε και τις παρακάτω επισημάνσεις :
Α) Στο Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου σωστά ο καθηγητής κάνει λόγο για την ξέρα της Αγίας Πελαγίας, τη Φαιστό, το κρητικό πέλαγος και τη μινωική γραφή . Ο Χ.Χ. ίσως να μην πρόσεξε ότι στο Αλφαβητάριο του Ημερολόγιου ενός Αθέατου Απριλίου ανάμεσα στα 24 κύρια ονόματα εκτός από τη Φαιστό και την Αγία Πελαγία αναφέρονται και ο Θεόδωρος νεομάρτυρας Μυτιλήνης και ο Λέσβιος ποιητής Κριναγόρας , για να μην βάλουμε και την Βρησιίδα . Ίσως δεν γνώριζε ότι η γινιά του Ελύτη ανάγεται στο Θεόδωρο νεομάρτυρα Μυτιλήνης , σύμφωνα με τα βιογραφικά στοιχεία του ποιητή που δημοσιεύτηκαν σε πλήθος περιοδικά και εκδόσεις , ενόσω ζούσε ο Ελύτης , και δεν διαψεύστηκαν ποτέ από τον ίδιο. Ίσως δεν γνώριζε ότι ο Κριναγόρας ήταν Λέσβιος ποιητής και μάλιστα ο Ελύτης μετάφρασε και εξέδωσε τα ποιήματά του. ( Το βέβαιο είναι ότι ο Ελύτης ένιωθε γινιάτ’ τουν Κριναγόρα κι ας ήταν ελάσσων ποιητής ). Το βέβαιο είναι ότι ο Ελύτης ένιωθε γινιά τ’ τη Βρησιίδα (κάτι ήξερε ο Φιλόστρατος).
Και για να μην αδικούμε και την Κρήτη ( καθότι στην ,καταγωγή είμαι Σφακιανός από τους προπαππούδες μου) :
Αν γνώριζε ο καθηγητής ποια στην πραγματικότητα είναι η ξέρα της Αγίας Πελαγίας (η οποία σημειωτέον δε βρίσκεται στην Κρήτη – η ξέρα- γιατί η Αγία Πελαγία βρίσκεται , όπως βρίσκεται και στα Κύθηρα), αν γνώριζε με ποιο τρόπο χρησιμοποίησε τη μινωική γραφή ο Ελύτης, θα ήταν τόσο περήφανος για το νησί μας (είπαμε είμαι και Κρητικός) που δε θα μετρούσε πόσες φορές το μπόι της Λέσβου χωράει στο μπόι της Κρήτης
Β) Στον Μικρό Ναυτίλο και συγκεκριμένα στο Αιγαιοδρόμιο , ο Χ.Χ. κάνει εκλογή και παρουσιάζει 24 από τις 400 λέξεις του πίνακα που έχει συντάξει ο Ελύτης, παραλείπει όμως να αναφέρει λέξεις που συναντάμε στη Λέσβο .Δεν θα μπορούσε να αναφέρει μερικές, όπως για παράδειγμα τις λέξεις : γυαλόπετρα, κατούνα, λαγήνι, λιτρίδια, μπαχτσές, μπουρού, πέραμα, πίνα, Ταξιάρχης , τσάμια …; Μήπως φοβόταν πως αν γινόταν κάτι τέτοιο ο Ποιητής θα έχανε την κρητική καταγωγική του δύναμη; Αν είναι δυνατόν;
Μιας και μπήκαμε στο χορό των ιδιωματικών λέξεων γιατί ενώ έκανε τον κόπο στη μελέτη του , να διορθώσει _και πολύ σωστά – τον Δ.Κ. Μαυρομάτη και να του πει ότι ο Ελύτης δε χρησιμοποίησε τον τύπο αεροπλάνο , αλλά τον τύπο αερόπλανα, δεν έκανε τον κόπο να επισκεφθεί καμιά γιαγιά στη Γέρα και να τη ρωτήσει πώς θα κατεβεί στην Αθήνα : « Του αϊρόπλανου μουρέλιμ’ θα πάρου» θα του απαντούσε φυσικότατα η γιαγιά.
Όσο για τη λέξη «άγγρισμα» που σωστά ερμηνεύει ο Σεφέρης ως «η καύλα των ζώων» , εδώ γίνεται ο χαμός . Αν μπερδευτείτε με τη σύνταξη του κειμένου μου, δεν οφείλεται στο ότι δεν γνωρίζω να συντάξω σωστά ένα κείμενο, μα προσπαθώντας να ακολουθήσω τη σκέψη του καθηγητή μπαίνω σ’ ένα μινωικό λαβύρινθο.
Δεν μπορεί σε άλλο σημείο της μελέτης η λέξη «άγγρισμα» να αναφέρεται στις « κρητικές λέξεις (χωρίς να είναι αποκλειστικά κρητικές)» ή στις σημειώσεις «η χαρακτηριστική αυτή κρητική λέξη» και παραδίπλα να αναφέρεται μετά τις αποκλειστικά μυτιληνιές λέξεις λασπουριά, λιτρίδια , νυχτοπάτης ως ιδιωματική λέξη που λέγεται και στη Λέσβο.Συνεχίζει λοιπόν ο καθηγητής … «Ο αριθμός αντίθετα των ιδιωματικών λέξεων στο Αξιον Εστί που λέγονται και στη Λέσβο είναι μεγάλος : άγγρισμα, άκρια, ζα, καύκαλο…….» Και παρακάτω « Στην Κύπρο ακούγονται οι λέξεις : άγγρισμα , άκρια , ζιμπούνι, καμπανούλα….»
Το κόλπο με την παρένθεση (χωρίς να είναι αποκλειστικά κρητικές) είναι παλιό , θέλει να προλάβει ενστάσεις του τύπου: « Ποιες είναι κύριε καθηγητά οι αποκλειστικά κρητικές ,λεσβιακές , κυπριακές, νησιώτικες λέξεις; Το άγγρισμα που ανήκει;» Αν τέλος είστε τόσο «αγγρισμέν’» που λέμε και στο νησί μας με τη λέξη «άγγρισμα» , τότε χάρισμά σας. « Έχ’ υ Θγιος » .
Στις « κρητικές λέξεις (χωρίς να είναι αποκλειστικά κρητικές)» ο Χ.Χ. βάζει και τη λέξη πολεμώ με την έννοια του καταπιάνομαι , προσπαθώ. Ξέρετε τι θα του απαντούσε η γιαγιά μου η Αριάδνη; (μη σας ξιγιλα του όνουμα, είνι μυτιληνιά)
__ Άδικα πουλιμάς μουρέλιμ’ ! Τίπουτα ε θα καταφέρ’ς !
Στις « κρητικές λέξεις (χωρίς να είναι αποκλειστικά κρητικές)» ο Χ.Χ. βάζει και τη λέξη θαρρώ με την έννοια του νομίζω. Θαρρώ τσι δε τα λε καθγιολ καλά υ καθιγιτις .
Το μπέρδεμα συνεχίζεται και με τη λέξη αγιάζι (πάχνη) που ψάχνει τη σημασία της στην Πελοπόννησο, λες και στη Λέσβο χρησιμοποιούμε άλλη λέξη, όπως και με τη λέξη κεφαλοπάνι που την ψάχνει στη Λευκάδα. Τον πληροφορούμε ότι στη Λέσβο εκτός από το τσιφαλουπάνj , έχουμι τσι του πκαρουπάνj. Κι αν πρωτύτερα χαρίσαμε τη λέξη «άγγρισμα» δε σημαίνει ότι θα χαρίσουμε και τη λέξη ζαργάνα με την έννοια της «λεπτής και λυγερής γυναίκας». Άλλωστε τη λέξη αυτή με την παραπάνω σημασία όπως ισχυρίζεται ο Χ.Χ. τη χρησιμοποιούν στην Ήπειρο και στη Θράκη. Ο Λούρος απ’ ό,τι γνωρίζω έχει πέστροφες , ας έχει και ζαργάνες. Ίσως έχει δίκιο, και σ’ εμάς εξαφανίστηκαν οι ζαργάνες απ’ τα Κατσίνια τα Μυρσίνια του Τσάφ’, τα Φαρά και βάλαν πλώρη για την Ψα , τα Μουνέρια (ίσως λόγο ονόματος) και του Κανάκη τον Μύλο.
Για να μην μιλήσουμε για τα τσαγρίζοντας και πασπατεύοντας των Προσανατολισμών , τα φρουμάζου , λαγούμι , κείτονται (τσίτουνται) του Άσματος ηρωικού και πένθιμου …., για τη λέξη μπάρεμ (αντίστοιχης σημασίας με το γινιά ) της Μαρίας Νεφέλης.
Όσο για «τ’ αλόγατα» που αναφέρονται στο Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου , πράγματι « θα σηκωθούν όρθια» όχι σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ελύτη , μα σαν μάθουν ότι ερμηνεύεις τη λέξη κατούνα σαν στρατόπεδο. Αν είναι δυνατόν; Αν πεις στους Γεραγώτες ότι ξεκαλοκαιριάζουν σε στρατόπεδα (κατούνες) φοβάμαι μήπως και τους πείσεις κι αρχίζουν και μετονομάζουν τα εξοχικά τους σε «Άουσβιτς – Απιδιάς Λάκκου», «Νταχάου –Ευρειακή» … Όμως Χ.Χ. το λαδέλ’ μας του κουβαλούσαν κι ακόμη του κουβαλούν από τα βουνά «τ’ αλόγατα». Ας προσέξουμε ιδιαίτερα εδώ ότι παρόμοιο ανώμαλο πληθυντικό κατά το άλογο >αλόγατα σχηματίζει και το ουδέτερο όνειρο > πλ. ουνείρατα Μήπως γι’ αυτό στο ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ :
Τ’ αλόγατα ονειρεύονται ;
Στο λάδι της κατηφοριάς τ’ αλόγατα βουλιάζουν
Τ’ αλόγατα ονειρεύονται
…..
Στα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν
τις καβαλίνες τους
Πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα
«Αλόγατα» , «καβαλίνες» «κάμποι» «ντέφια» «νταριά», μα πουθενά δεν είδες τη Μυτιλήνη; Εντάξει «τ’ αλόγατα» τα παρουσιάζεις (κι ας μην λες ότι είναι ιδιωματισμός της Λέσβου), τα «νταριά» όμως πώς σου ξέφυγαν;
Πάλι καλά που τα τσάμια = πεύκα κι ας μην λες ότι η λέξη χρησιμοποιείται ως τις μέρες μας στη Λέσβο: Τσάμια, Τσαμάκια, ΜεγάλοΤσαμλίκ μέχρι κι η παραλία της πόλεως Μυτιλήνης λέγεται Τσαμάκια.
Μην τα ψάχνεις φίλε Χ.Χ. δυστυχώς για σένα ο Ελύτης το λέει ξεκάθαρρα στην ίδια συλλογή : «Μαύρισα μες στης Λέσβος τους ελαιώνες»
Με λίγα λόγια «αναντάμ μπαμπαντάμ» που θα ‘ λεγε κι η Γεραγώτισσα μάνα του ποιητή, ο Ελύτης είναι Μυτιληνιός , είναι δικός μας . Τόσο δικός μας ώστε «αναντάμ μπαμπαντάμ» μας φωνάζει στο Φωτόδενδρο . Τόσο δικός μας που, θα μου επιτραπεί η ιδιωματική έκφραση, μας τα χώνει κανονικά στο δοκίμιο του Ο ζωγράφος Θεόφιλος : « περνούν τη ζωή τους χωρίς να πάρουν είδηση από τίποτε και, σε τελευταία κατάληξη, παντρεύονται, τρώνε τα ωραία γλυκά τους και μετρούν τα “ μόδια” τους σα να μην είχε αφήσει ποτέ στα ίδια αυτά χώματα που πατούν τα’ αχνάρια της η φτέρνα κάποιου θεού». Μόνο ένας δικός σου, ένας συγγενής μπορεί να μιλήσει τόσο σκληρά : «περνούν τη ζωή τους χωρίς να πάρουν είδηση από τίποτε» . Τόσο δικός μας που ,όπως λέει κι ο Κριναγόρας για τον Νικία από την Κω, δεν τον αφήσαμε ήσυχο ούτε μετά το θάνατό του. Τον ξεθάψαμε τον Ελύτη με τις μεταθανάτιες αφλουγιές του Νικορέτζου, λες και μας ενδιέφερε η Αγγλίδα γιαβουκλού που γνώρισε στο βαπόρι επιστρέφοντας ο Ποιητής από τη Γαλλία, για το αν τα πήγαινε καλά με τ΄ αδέλφια του, ή αν στο τέλος της ζωής της είχε γίνει νευρασθενική η μάνα του.
Μην ψάχνεις καλύτερα συγγένειες κύριε καθηγητά. Υπάρχει κίνδυνος , Εκ του Πλησίον, να μας απαντήσει ο Ελύτης σκληρά : « Σε δύο μόνο πράγματα χρησιμεύουν οι λεγόμενοι συγγενείς: να πίνουν το λικέρ της γιορτής σου και τον καφέ της κηδείας σου» .Σύντεκνε , μπάρεμ Χριστόφορε Χαραλαμπάκη ακόμη και τώρα ο Ελύτης από κει πάνω ψηλά ,χαμογελά με τα καμώματά μας και προσμένει να απαντήσουμε στο ερώτημα –πρόκληση του Ημερολόγιου ενός αθέατου Απριλίου :
__ Εσείς να δούμε τώρα ;Το κλειδί το έδωσε στο «Ημερολόγιο» , είναι η μινωική γραφή. Αν παρακάτω μας λέει : « Το ευτύχημα είναι ότι δεν καταφέρνει να με διαβάσει», τούτο δω είναι λογοπαίγνιο γιατί ξέρει ότι τίποτε δε μένει μυστικό , γιατί γνωρίζει ότι κάποτε η μινωική γραφή Του θα αποκρυπτογραφηθεί.
Ως τότε ας αφήσουμε τις συγγένειες, τους καφέδες και τα κονιάκια . Κατά τα άλλα : « Έχει ο Θεός»-------------------------------------------------------------------------------------------------------
* Σύμφωνα με τον Στέλιο Ευαγγελινό τα δύο πλοία «Έχει ο Θεός», « Η Ευαγγελίστρια» που αναφέρονται στο Δοξαστικό του Άξιον Εστί είναι ένα και το αυτό : η γκαζολίνα (γκαζομηχανή) του Αβέρωφ που ονομαζόταν «Ευαγγελίστρια» .Η γκαζολίνα εξακολουθεί να κάνει το δρομολόγιο Πέραμα – Κουντουρουδιά με το ίδιο όνομα εδώ και τουλάχιστον 50 χρόνια. Παλιά στη γκαζολίνα του Αβέρωφ (Χιώτη) «Ευαγγελίστρια» ήταν καδραρισμένο ένα κέντημα με τις τρεις παραπάνω λέξεις Έ χ ε ι ο Θ ε ό ς . Τα τελευταία χρόνια το κάδρο από τη βάρκα πήρε το δρόμο για τον καφενέ του Αβέρωφ στο Σκόπελο και σήμερα στολίζει σπίτι της Μυτιλήνης που ανήκει σε συγγενικό πρόσωπο με τον Αβέρωφ .
Ο Ευαγγελινός δεν πρέπει να έχει άδικο κι αυτό αν δώσουμε προσοχή στους στίχους των Προσανατολισμών :
Στο λάδι της κατηφοριάς τ’ αλόγατα βουλιάζουν
Τ’ αλόγατα ονειρεύονται
…..
Στα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν
τις καβαλίνες τους
Πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα
«Αλόγατα» , «καβαλίνες» «κάμποι» «ντέφια» «νταριά», μα πουθενά δεν είδες τη Μυτιλήνη; Εντάξει «τ’ αλόγατα» τα παρουσιάζεις (κι ας μην λες ότι είναι ιδιωματισμός της Λέσβου), τα «νταριά» όμως πώς σου ξέφυγαν;
Πάλι καλά που τα τσάμια = πεύκα κι ας μην λες ότι η λέξη χρησιμοποιείται ως τις μέρες μας στη Λέσβο: Τσάμια, Τσαμάκια, ΜεγάλοΤσαμλίκ μέχρι κι η παραλία της πόλεως Μυτιλήνης λέγεται Τσαμάκια.
Μην τα ψάχνεις φίλε Χ.Χ. δυστυχώς για σένα ο Ελύτης το λέει ξεκάθαρρα στην ίδια συλλογή : «Μαύρισα μες στης Λέσβος τους ελαιώνες»
Με λίγα λόγια «αναντάμ μπαμπαντάμ» που θα ‘ λεγε κι η Γεραγώτισσα μάνα του ποιητή, ο Ελύτης είναι Μυτιληνιός , είναι δικός μας . Τόσο δικός μας ώστε «αναντάμ μπαμπαντάμ» μας φωνάζει στο Φωτόδενδρο . Τόσο δικός μας που, θα μου επιτραπεί η ιδιωματική έκφραση, μας τα χώνει κανονικά στο δοκίμιο του Ο ζωγράφος Θεόφιλος : « περνούν τη ζωή τους χωρίς να πάρουν είδηση από τίποτε και, σε τελευταία κατάληξη, παντρεύονται, τρώνε τα ωραία γλυκά τους και μετρούν τα “ μόδια” τους σα να μην είχε αφήσει ποτέ στα ίδια αυτά χώματα που πατούν τα’ αχνάρια της η φτέρνα κάποιου θεού». Μόνο ένας δικός σου, ένας συγγενής μπορεί να μιλήσει τόσο σκληρά : «περνούν τη ζωή τους χωρίς να πάρουν είδηση από τίποτε» . Τόσο δικός μας που ,όπως λέει κι ο Κριναγόρας για τον Νικία από την Κω, δεν τον αφήσαμε ήσυχο ούτε μετά το θάνατό του. Τον ξεθάψαμε τον Ελύτη με τις μεταθανάτιες αφλουγιές του Νικορέτζου, λες και μας ενδιέφερε η Αγγλίδα γιαβουκλού που γνώρισε στο βαπόρι επιστρέφοντας ο Ποιητής από τη Γαλλία, για το αν τα πήγαινε καλά με τ΄ αδέλφια του, ή αν στο τέλος της ζωής της είχε γίνει νευρασθενική η μάνα του.
Μην ψάχνεις καλύτερα συγγένειες κύριε καθηγητά. Υπάρχει κίνδυνος , Εκ του Πλησίον, να μας απαντήσει ο Ελύτης σκληρά : « Σε δύο μόνο πράγματα χρησιμεύουν οι λεγόμενοι συγγενείς: να πίνουν το λικέρ της γιορτής σου και τον καφέ της κηδείας σου» .Σύντεκνε , μπάρεμ Χριστόφορε Χαραλαμπάκη ακόμη και τώρα ο Ελύτης από κει πάνω ψηλά ,χαμογελά με τα καμώματά μας και προσμένει να απαντήσουμε στο ερώτημα –πρόκληση του Ημερολόγιου ενός αθέατου Απριλίου :
__ Εσείς να δούμε τώρα ;Το κλειδί το έδωσε στο «Ημερολόγιο» , είναι η μινωική γραφή. Αν παρακάτω μας λέει : « Το ευτύχημα είναι ότι δεν καταφέρνει να με διαβάσει», τούτο δω είναι λογοπαίγνιο γιατί ξέρει ότι τίποτε δε μένει μυστικό , γιατί γνωρίζει ότι κάποτε η μινωική γραφή Του θα αποκρυπτογραφηθεί.
Ως τότε ας αφήσουμε τις συγγένειες, τους καφέδες και τα κονιάκια . Κατά τα άλλα : « Έχει ο Θεός»-------------------------------------------------------------------------------------------------------
* Σύμφωνα με τον Στέλιο Ευαγγελινό τα δύο πλοία «Έχει ο Θεός», « Η Ευαγγελίστρια» που αναφέρονται στο Δοξαστικό του Άξιον Εστί είναι ένα και το αυτό : η γκαζολίνα (γκαζομηχανή) του Αβέρωφ που ονομαζόταν «Ευαγγελίστρια» .Η γκαζολίνα εξακολουθεί να κάνει το δρομολόγιο Πέραμα – Κουντουρουδιά με το ίδιο όνομα εδώ και τουλάχιστον 50 χρόνια. Παλιά στη γκαζολίνα του Αβέρωφ (Χιώτη) «Ευαγγελίστρια» ήταν καδραρισμένο ένα κέντημα με τις τρεις παραπάνω λέξεις Έ χ ε ι ο Θ ε ό ς . Τα τελευταία χρόνια το κάδρο από τη βάρκα πήρε το δρόμο για τον καφενέ του Αβέρωφ στο Σκόπελο και σήμερα στολίζει σπίτι της Μυτιλήνης που ανήκει σε συγγενικό πρόσωπο με τον Αβέρωφ .
Ο Ευαγγελινός δεν πρέπει να έχει άδικο κι αυτό αν δώσουμε προσοχή στους στίχους των Προσανατολισμών :
….Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη
στην ειρήνη του κόλπου των νερών Έ χ ε ι ο Θ ε ό ς
Η γκαζολίνα εμπνέει τον Ελύτη και στο ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ , είναι το βαρκάκι της χαβούζας :
Άγγελοι! Σία τα κουπιάΝ’ αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!
…..
Οι χαβούζες ξεχειλίζουνε
Κι η Ευαγγελίστρια μπαίνει
……
_ Νονά των άσπρων μου πουλιών
Γοργόνα Ευαγγελίστρα μου!
Όπως επίσης δίνει και ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ στη Μαρία Νεφέλη :
… σκυθρωπή των λιμνοθαλασσών γαλήνη
με το πατ-πατ το μακρινό της γκαζομηχανής
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη
στην ειρήνη του κόλπου των νερών Έ χ ε ι ο Θ ε ό ς
Η γκαζολίνα εμπνέει τον Ελύτη και στο ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ , είναι το βαρκάκι της χαβούζας :
Άγγελοι! Σία τα κουπιάΝ’ αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!
…..
Οι χαβούζες ξεχειλίζουνε
Κι η Ευαγγελίστρια μπαίνει
……
_ Νονά των άσπρων μου πουλιών
Γοργόνα Ευαγγελίστρα μου!
Όπως επίσης δίνει και ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ στη Μαρία Νεφέλη :
… σκυθρωπή των λιμνοθαλασσών γαλήνη
με το πατ-πατ το μακρινό της γκαζομηχανής
3 σχόλια:
Στρατή μου μπράβο σου! Πολύ ωραίο,εύστοχο το κείμενό σου που βάζει στο τόπο τους τα πράγματα που άλλοι "έβγαλαν", νομίζοντας ότι αυτοί τα έβαλαν στον τόπο τους!!!!! Είναι απίστευτες οι εμμονές που έχουν κάποιοι συγγραφίζοντες καθηγητές, εμμονές ανόητες και ασήμαντες που θέλουν να τις αναγάγουν σε εθνικά ζητήματα!!! Κάποτε ένας απίθανος καθηγητής (πανεπιστημιακός κι αυτός) σκοτωνόταν να αποδείξει ότι η Σαπφώ δεν ήταν Λεσβία!!!! Κι όταν τον ρώτησα: "Για την ποίησή της έχετε να μας πείτε κάτι σημαντικό;" με κοίταζε σα να έδειχνε πως δεν καταλαβαίνει τι εννοώ...
¨Εχεις δίκιο Φαίδωνα.
Και μια και το θέμα έφτασε μέχρι τη Σαπφώ, σκασίλα μας τι ήταν η Σαπφώ .
Κι αν ήταν, το θέμα ανέκυψε επί Πελοποννησιακού πολέμου 150 -200 χρόνια μετά την Σαπφώ όταν η Μυτιλήνη αποστάτησε από την "ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ" (βλέπε σήμερα ΝΑΤΟ) κι άρχισαν οι κωμωδιογράφοι να τα βάζουν με κάθετι Μυτιληνιό.
Το αν οι "πολιτισμένοι" Αθηναίοι κλείδωναν στο γυναικωνίτη τις γυναίκες τους λίγο τους ένοιαζε. Το αν οι "προοδευτικοί" Αθηναίοι κατηγορούσαν τις Σπαρτιάτισσες ως "φαινομηρίδες" ,επειδή φορούσαν κοντές φούστες καιφαίνονταν τα μπούτια τους (φαινομηρίδα=φαίνομαι + μηρός), ενώ οι γυναίκες τους φορούσαν μακριούς χιτώνες κι οι Αθηναίοι πάλευαν ολοτσίτσιδοι στις παλαίστρες, την προπαγάνδα δεν τη νοιάζει.
Δεν ξευφεύγω από το θέμα. Με την προπαγάνδα μπορείς να αποδείξεις το οτιδήποτε. Μπορεί ο συντηρητικός να παρουσιασθεί ως προοδευτικός και το αντίθετο. Το άσπρο μαύρο κοκ.
ΧΑΛΙΑ ΗΤΑΝ
Δημοσίευση σχολίου